Στις 17, 23 και 29 Δεκεμβρίου 2014 η Βουλή δεν κατάφερε να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έτσι η Ελλάδα οδηγείται σε βουλευτικές εκλογές στις 25 Ιανουαρίου. Η Βουλή που θα σχηματιστεί οφείλει να εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Το μόνο πάντως θέμα που δε συζητήθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου είναι το πρόσωπο του προτεινόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας. Και τα κόμματα φαίνεται να ξέχασαν τη… λεπτομέρεια αυτή!
Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας εμφανίστηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του 1924. Μετά το δημοψήφισμα που διενεργήθηκε και με το οποίο ανακηρύχθηκε η αβασίλευτη δημοκρατία, ο μέχρι τότε Αντιβασιλέας Παύλος Κουντουριώτης έγινε προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Το Μάρτιο του 1926, μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, παραιτήθηκε από το αξίωμα του Προέδρου, το οποίο ανέλαβε ο ίδιος ο Πάγκαλος μετά από μία εκλογική διαδικασία αμφίβολης νομιμότητας, και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ύστερα από την ανατροπή του τελευταίου, επανήλθε στον προεδρικό θώκο.
Με το Σύνταγμα του 1927 καθιερώθηκε ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος περιοριζόταν στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας. Το 1929 εξελέγη για δεύτερη φορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη Γερουσία και τη Βουλή των Ελλήνων ο Παύλος Κουντουριώτης. Τον ίδιο χρόνο όμως παραιτήθηκε και τον διαδέχθηκε ως προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, λόγω του γεγονότος ότι ήταν Πρόεδρος της Γερουσίας, ο οποίος τελικά επιλέχθηκε από τη Γερουσία και τη Βουλή ως καταλληλότερος για το αξίωμα του Προέδρου. Επανεξελέγη το 1934 και παρέμεινε μέχρι το 1935, οπότε και λόγω της πολιτειακής μεταβολής καταργήθηκε ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ως θεσμός επανήλθε επί του δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών με το δεύτερο “Σύνταγμα” του 1973, το οποίο έδινε υπερεξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, συγκεντρώνοντας πια όλη την δύναμη στο πρόσωπό του, καθιερώνοντας παράλληλα και θέση Αντιπροέδρου. Με το Σύνταγμα του 1975 ρυθμίστηκε εκ νέου ο ακριβής του ρόλος, αλλά οι αρμοδιότητές του περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986. Σήμερα ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι περισσότερο συμβολικός και εθιμοτυπικός.
Εκλογικές διαδικασίες από το 1975
Από το 1974 έως σήμερα έχουν εκλεγεί από τη Βουλή στο προεδρικό αξίωμα οι Μιχαήλ Στασινόπουλος, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Χρήστος Σαρτζετάκης, Κωστής Στεφανόπουλος και Κάρολος Παπούλιας.
Μετά το δημοψήφισμα του 1974 και την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας, κατά την πρώτη εκλογική διαδικασία ο Μιχαήλ Στασινόπουλος εξελέγη από τη Βουλή προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 206 ψήφους.
Με την κατάρτιση και θέση σε ισχύ του νέου Συντάγματος της χώρας το 1975 ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εξελέγη στο αξίωμα υποστηριζόμενος από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, συγκεντρώνοντας 210 ψήφους, πιθανότατα προερχόμενες από τους βουλευτές της Ν.Δ. που είχε 215 έδρες στο Κοινοβούλιο σε σύνολο 295 εδρών. Αντίπαλος του ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που υποστηρίχθηκε από την Ένωση Κέντρου, ενώ το ΠΑΣΟΚ και η Ενωμένη Αριστερά ψήφισαν λευκό.
Τον Κωνσταντίνο Τσάτσο διαδέχθηκε το 1980 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος πρώτα παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία. Για την εκλογή του πραγματοποιήθηκαν τρεις ψηφοφορίες. Στην πρώτη συγκέντρωσε 179 ψήφους (175 έδρες είχε η Νέα Δημοκρατία), στη δεύτερη 181 και στην τρίτη 183 ψήφους. Το ΠΑΣΟΚ απείχε και από τις τρεις ψηφοφορίες, το ΚΚΕ ψήφισε λευκό, ενώ η Εθνική Παράταξη υπέρ του.[1] Οι βουλευτές της ΕΔΗΚ δεν είχαν ξεκάθαρη θέση, καθώς μερικοί ψήφισαν υπέρ και μερικοί κατά.
Η διαδικασία εκλογής του 1985 θεωρείται ως η πιο επεισοδιακή από όλες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα. Η ρήξη της 9ης Μαρτίου και η απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου να προτείνει τον Αρεοπαγίτη Χρήστο Σαρτζετάκη ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η επικείμενη ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος με παράλληλη κατάργηση πολλών «υπερεξουσιών» του Προέδρου, η αποκαθήλωση του Καραμανλή από την Προεδρία και η επιλογή του Ανδρεα Παπανδρέου να τον αντικαταστήσει επίτηδες με τον άνθρωπο που θύμιζε την χειρότερη στιγμή των καραμανλικών κυβερνήσεων (δολοφονία Λαμπράκη) προκάλεσαν πολιτικό σεισμό.
Στις τρεις ψηφοφορίες ανέκυψαν δύο διαδικαστικά προβλήματα, τα οποία αφορούσαν την ψήφο του Προέδρου της Βουλής Ιωάννη Αλευρά που μετά την παραίτηση Καραμανλή τον αναπλήρωνε στη θέση του Προέδρου, και το χρώμα των ψηφοδελτίων κατά τη μυστική ψηφοφορία. Συγκεκριμένα στην πρώτη ψηφοφορία συγκεντρώθηκαν 184 ψήφοι υπέρ του Σαρτζετάκη, τον οποίο στήριζαν ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, ενώ βρέθηκαν και δύο λευκά. Δεδομένου ότι η Νέα Δημοκρατία απείχε, τα λευκά προέρχονταν από την κυβερνητική παράταξη. Στη δεύτερη όμως ψηφοφορία μοιράστηκαν έγχρωμα ψηφοδέλτια γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης που διαμαρτυρόταν για ξεκάθαρη παραβίαση της μυστικής ψηφοφορίας. Ο βουλευτής μάλιστα της ΝΔ, Ελευθέριος Καλογιάννης, άρπαξε την κάλπη από την αίθουσα Ολομέλειας, και κρατώντας την στα χέρια του προσπάθησε να την μεταφέρει στην αίθουσα των γραφείων της ΝΔ. Στις αιτιάσεις της ΝΔ για τη νομιμότητα της διαδικασίας, ο προεδρεύων αντιπρόεδρος Μιχαήλ Στεφανίδης απάντησε ότι το Σύνταγμα απαιτεί τα ψηφοδέλτια να είναι ομοιόμορφα, όμως πουθενά δεν αναφέρει ότι πρέπει να είναι και ομοιόχρωμα. Στη δεύτερη ψηφοφορία ο Σαρτζετάκης συγκέντρωσε 181 ψήφους, ενώ στην τρίτη και τελευταία 180 ψήφους, την οριακή δηλαδή πλειοψηφία που απαιτεί το Σύνταγμα.
Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν μέσα στο κτίριο της Βουλής, έξω από αυτό είχε συγκεντρωθεί πλήθος από φανατικούς οπαδούς του ΠΑΣΟΚ που κρατούσαν στα χέρια τους την εφημερίδα Αυριανή και τραγουδούσαν υβριστικά και απαξιωτικά συνθήματα κατά του Καραμανλή.
Μετά την εκλογή Σαρτζετάκη η ΝΔ αμφισβήτησε το δικαίωμα ψήφου του Προέδρου της Βουλής, Ιωάννη Αλευρά, καθώς ασκούσε καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας αναπληρώνοντας τον παραιτηθέντα Καραμανλή και την αξίωσή της υποστήριξαν γνωστοί συνταγματολόγοι όπως ο Αριστόβουλος Μάνεσης. Αντίθετα, ο καθηγητής Γεώργιος Κασιμάτης και ο νεαρός τότε Ευάγγελος Βενιζέλος υποστήριξαν την ερμηνεία του Συντάγματος που τελικά επικράτησε, ότι δηλαδή ο Πρόεδρος της Βουλής που αναπληρώνει τη χηρεύουσα θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει δικαίωμα να ψηφίσει ως βουλευτής κατά τη διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου. Κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986 η μυστική ψηφοφορία αντικαταστάθηκε από ονομαστική.
Το Σαρτζετάκη διαδέχθηκε το 1990 στο προεδρικό αξίωμα για δεύτερη φορά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος κατάφερε να εκλεγεί στην πέμπτη ψηφοφορία με 153 ψήφους, αφού είχε ήδη πραγματοποιηθεί διάλυση της Βουλής λόγω της αποτυχίας να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε τρεις ψηφοφορίες. Το ΠΑΣΟΚ υποστήριξε τον Ιωάννη Αλευρά, ενώ ο Συνασπισμός τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο. Η επιστροφή του Καραμανλή στην Προεδρία ήταν απαίτηση της βάσης του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας που σε εκείνη την συγκυρία ήταν πρώτο κόμμα, αλλά ούτε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ενθουσιασμένοι με την επιστροφή Καραμανλή.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2004 προτάθηκε από τον τότε Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Κάρολος Παπούλιας. Υπέρ της πρότασης εκφράστηκε και το ΠΑΣΟΚ. Στην ψηφοφορία που έγινε στη Βουλή ο Κάρολος Παπούλιας εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον πρώτο γύρο με 279 ψήφους. Οι βουλευτές του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν «παρών».
Στις 3 Φεβρουαρίου 2010 ο Κάρολος Παπούλιας επανεξελέγη στο ύπατο αξίωμα της χώρας με 266 ψήφους στο σύνολο των 298 ψηφισάντων. Υπερψηφίστηκε από σύσσωμες τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ, ενώ 32 βουλευτές των ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν «παρών». Με το αποτέλεσμα αυτό έγινε ο τρίτος Πρόεδρος που επανεκλέγεται για δεύτερη θητεία. Ορκίστηκε για δεύτερη φορά στις 12 Μαρτίου 2010. Στις 12 Μαρτίου 2015 λήγει η θητεία του.