Γράφει ο Αντώνης Μπέζας (*)
Η ΕΝΤΑΣΗ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με απόλυτη ευθύνη της γειτονικής χώρας, έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον στα ανατολικά μας σύνορα. Η επιδίωξη όμως να διευθετηθεί τώρα το σύνολο των βαλκανικών εκκρεμοτήτων, προκειμένου η διπλωματική ενέργεια να αφιερωθεί εκεί όπου υπάρχει το μεγαλύτερο πρόβλημα, κρατάει ανοικτό – αν και με σημάδια κόπωσης- τον ελληνοαλβανικό διάλογο.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση της Αλβανίας, ο Αλβανός υπουργός Εξωτερικών Ντιτμίρ Μπουσάτι αναφέρθηκε στις αλβανικές θέσεις για το δήθεν «Τσάμικο ζήτημα». Ο Αλβανός ΥΠΕΞ ισχυρίσθηκε ότι πρόκειται «για πολιτικό ζήτημα που σχετίζεται με τις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα», για τρείς λόγους: ο πρώτος λόγος, γιατί «η συνεργασία εκπροσώπων της τσάμικης κοινότητας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τους ναζί, αποτελεί ατομική τους ευθύνη και όχι συλλογική και δεν μπορεί να ποινικοποιείται συνολικά η στάση μιας έντιμης κοινότητας».
Ο δεύτερος λόγος «σχετίζεται με το δικαίωμα στη μνήμη, που σημαίνει ότι η τσάμικη κοινότητα θα πρέπει να μπορεί να μνημονεύει και να τιμάει τη δράση των μελών της που έχουν εκδιωχθεί με τρόπους απαράδεκτους για τα ευρωπαϊκά δεδομένα». Ο τρίτος λόγος, κατά τον κ. Μπουσάτι, «σχετίζεται με την ελεύθερη διακίνηση των απογόνων, με τη δυνατότητα δηλαδή να επισκέπτονται τις περιουσίες, τις οικογένειες και τα σπίτια που έχουν γεννηθεί» και γι’ αυτό «η αλβανική κυβέρνηση έχει ερευνήσει πρακτικές, όπως των Σουντέτεν, για τους τρόπους με τους οποίους άλλες χώρες έχουν αναδείξει παρόμοια θέματα».
Ο ισχυρισμός ότι με τους ναζί συνεργάστηκαν μόνο ορισμένοι εκπρόσωποι της τσάμικης κοινότητας και επομένως η συνεργασία αυτή αποτελεί θέμα «ατομικής ευθύνης», είναι ιστορικά λανθασμένος. Από τη μελέτη των γερμανικών στρατιωτικών αρχείων και των εκθέσεων προς τις ελληνικές αστυνομικές και δικαστικές αρχές, προκύπτει ότι η κινητοποίηση της τσάμικης κοινότητας υπέρ των κατοχικών δυνάμεων υπήρξε γενικευμένη καθώς σχηματίσθηκαν ένοπλες ομάδες στρατού και πολιτοφυλακής (Ξίλια) στο πλευρό του γερμανικού και ιταλικού στρατού.
Πέραν τούτου η ευθύνη για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (η Βέρμαχτ έχει χαρακτηριστεί ως τέτοια), δεν περιορίζεται σ’ αυτούς που πυροβολούν και θανατώνουν αλλά και σ’ εκείνους που με οποιονδήποτε βοηθητικό ρόλο συμβάλλουν στο να διατηρείται και να λειτουργεί η οργάνωση. Πρόσφατο παράδειγμα οι καταδίκες από γερμανικά Δικαστήρια των «λογιστών» του Άουσβιτς, που ενώ δεν συμμετείχαν σε εκτελέσεις κατέγραφαν τα προσωπικά αντικείμενα των αιχμαλώτων.
Από την άλλη μεριά, τα δικαιώματα στη μνήμη (ανέγερση μνημείων κλπ) και τη διεκδίκηση των περιουσιών, που επικαλείται ο κ. Μπουσάτι, δεν έχουν δοθεί στους Γερμανούς της Τσεχίας ( στους Σουντέτεν=Σουδήτες), που υπήρξαν συνεργάτες των ναζί. Το παράδειγμα αυτό της τσάμικης προπαγάνδας είναι σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, αφού τα περίφημα «διατάγματα Μπένες», του τότε αστού Τσέχου
προέδρου, με τα οποία εκδιώχθηκαν δυόμιση εκατομμύρια Σουδήτες από την Τσεχία και αφαιρέθηκαν η ιθαγένεια και οι περιουσίες τους, ισχύουν μέχρι σήμερα, παρά τις προσπάθειες της Γερμανίας να καταργηθούν κατά την ένταξη της Τσεχίας στην ΕΕ.
Κανείς Γερμανός πολιτικός του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου» δεν έχει επιχειρήσει να προσεγγίσει το θέμα με τον τρόπο του Αλβανού ΥΠΕΞ, και βεβαίως, δεν υπάρχει περίπτωση να ζητηθεί από τη Γερμανία το δικαίωμα μνήμης μελών των Ες- Ες ή της Βέρμαχτ και των μειονοτικών συνεργατών τους σε χώρες όπως η Τσεχία και η Πολωνία.
Εξάλλου, η ελληνική νομοθεσία απαγορεύει την εξύμνηση των ναζιστικών εγκλημάτων και των προσώπων που άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται σ’ αυτά, ενώ τα ελληνικά Δικαστήρια Δωσιλόγων καταδίκασαν 1930 Τσάμηδες, από το 1945 μέχρι το 1948, ως εγκληματίες πολέμου και συνεργάτες των κατακτητών, δημεύοντας ταυτόχρονα τις περιουσίες τους, πρακτική που ακολουθείται παγίως για όσους καταδικάζονται ως δωσίλογοι.
Υπάρχει και μια άλλη διάσταση στην επιχειρηματολογία της αλβανικής πλευράς. Η Αλβανία «παίζει και στα δύο ταμπλό», της «ατομικής ευθύνης» και της «συλλογικής απαίτησης», επιλέγοντας κατά το δοκούν όποιο από τα δύο επιθυμεί. Επίσης, ενώ η προβολή του δήθεν «Τσάμικου» στηρίζονταν παλαιότερα «στους κοινά αποδεκτούς κανόνες του διεθνούς δικαίου και των διεθνών σχέσεων», η ρητορική της αλβανικής πλευράς απομακρύνεται τελευταία από το διεθνές δίκαιο και εστιάζει στην πολιτική πλευρά του ζητήματος.
Εφόσον, όμως, οι ευθύνες θεωρούνται «ατομικές», με ποια νομική βάση ανάγονται και μεταλλάσσονται στη συνέχεια σε «πολιτικό και διακρατικό θέμα»; Εφόσον οι ευθύνες προβάλλονται ως «ατομικές», τότε γιατί οι αξιώσεις τους προσλαμβάνουν «συλλογικό χαρακτήρα»; Δυοίν θάτερον. Αν οι ευθύνες είναι «ατομικές», τότε δεν μπορεί να υπάρχουν «συλλογικές απαιτήσεις».
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταστήσει σαφές στην αλβανική ηγεσία ότι οι περιουσιακές διεκδικήσεις και η υποτιθέμενη αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των παλιών συνεργατών του φασισμού, δε βασίζονται στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και δε συνάδουν με την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας.
(*)Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην υπουργός και βουλευτής Θεσπρωτίας
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, την Τετάρτη 18 Απριλίου 2018)