*δημοσιεύθηκε στο liberal.gr
Η επεισοδιακή σύλληψη του δημοσιογράφου Παναγιώτη Τζένου σε συνέχεια καταγγελίας του Υπουργού Εθνικής Άμυνας δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Αντιθέτως είναι ο τελευταίος, μέχρι στιγμής, κρίκος μιας μακράς αλυσίδας αυταρχικών πρακτικών της συγκυβέρνησης σε βάρος της ελεύθερης έκφρασης, της ανεμπόδιστης διακίνησης της πληροφορίας και της πολυφωνίας στην ενημέρωση.
Θυμηθείτε μόνο μερικούς από τους «κρίκους» αυτούς: ο διαγωνισμός – παρωδία για τις τηλεοπτικές άδειες. Ο αποκλεισμός της πρόσβασης δημοσιογράφων και εικονοληπτών σε hotspots. Η καταγγελία πολίτη για την απαίτηση αστυνομικών να διαγραφούν φωτογραφίες που είχε τραβήξει από το κινητό του με την αυτοκινητοπομπή του Πρωθυπουργού. Η ανοίκεια – με μπόλικη άγνοια βασικών κανόνων του ρεπορτάζ – απάντηση στο επικριτικό δημοσίευμα του «Guardian» για το ΕΣΥ. Και ο κατάλογος δεν τελειώνει εδώ. Είμαι βέβαιος ότι πολλοί αναγνώστες μπορούν να ανακαλέσουν άλλες τέτοιες περιπτώσεις. Είναι αρκετός, ωστόσο, για να πείσει και τον πλέον δύσπιστο ότι η Κυβέρνηση εξακολουθεί να επιδιώκει τον έλεγχο θεσμών όπως τα ΜΜΕ με σκοπό να λειτουργήσουν ως το «μακρύ χέρι» της: να μεταφέρουν τη βούλησή της, να ακρωτηριάζουν τον έλεγχο των πράξεών της, να αποσιωπούν μη αρεστά θέματα, να αξιολογούν πρόσωπα και γεγονότα όπως εκείνη θα επιθυμούσε.
Δεν έχει επί του παρόντος τόση σημασία γιατί το κάνει αυτό, έχουν γραφτεί εξάλλου πολλά την τελευταία διετία: ότι δε γνωρίζουν τι σημαίνει διακυβέρνηση – άρα και αυξημένη ευθύνη λογοδοσίας και έκθεση στη δημόσια κριτική -, παρά μόνο διαμαρτυρία. Ότι είναι θεσμικά αναλφάβητοι. Ότι επιδιώκουν μια εκφυλισμένη δημοκρατία αυταρχικού τύπου, με συρρικνωμένα δικαιώματα και καταπατημένες αρχές ενός κράτους δικαίου. Ότι είναι συνέπεια της ιδεολογικής τους συγκρότησης και της πολιτικής τους παιδείας. Ή, ακόμη, ότι κάνουν ό,τι μπορούν για να μετριάσουν τις συνέπειες μιας επερχόμενης εκλογικής ήττας δημιουργώντας «ερείσματα» και «θύλακες αντίστασης» για την επόμενη μέρα. Όλα παίζουν και κάθε μια από τις εξηγήσεις αυτές έχει την αξία της.
Αυτό που νομίζω ότι πρέπει να διακρίνουμε πίσω από τέτοιες συμπεριφορές είναι οι επιπτώσεις τους που (μπορεί να) έχουν στο κοινωνικό σώμα. Από τη μία, ρίχνουν νερό στο μύλο της πόλωσης και καλλιεργούν ένα κλίμα διχασμού στο οποίο υπάρχουν μόνο φίλοι και εχθροί: τα κατεστημένα εναντίον των «αντισυστημικών» ΜΜΕ, οι πατριώτες απέναντι στους «εθνοπροδότες» και τους «ευρωλιγούρηδες, οι αδέσμευτοι αντιμέτωποι με τα κάθε λογής «τσιράκια».
Από την άλλη, η πληθώρα τέτοιων φαινομένων μπορεί να επιφέρει μια σταδιακή εξοικείωση των πολιτών σε αυτά. Από εξαίρεση, που θα έπρεπε να είναι, γίνονται μέρος μιας κανονικότητας, γίνονται καθημερινό περιβάλλον στο οποίο αντιμετωπίζονται ως αναμενόμενα ή φυσιολογικά για τα μέτρα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Ένας μιθριδατισμός στο πλαίσιο του οποίου «τίποτα δεν εκπλήσσει», «τίποτα δεν προκαλεί εντύπωση», όπως μου έλεγε με συγκατάβαση ένας συνομιλητής μου τις προάλλες.
Το «δηλητήριο» του διχασμού και της απάθειας με το οποίο οι κυβερνώντες εμποτίζουν την κοινωνία ενισχύει την απαξίωση της ήδη κλονισμένης εμπιστοσύνης στη λειτουργία βασικών πυλώνων της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όσοι πιστεύουμε ότι η έξοδος από την κρίση περνά μέσα και από την ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών οφείλουμε να είμαστε σε συνεχή επαγρύπνηση, έτοιμοι να καταδικάσουμε τέτοιες πρακτικές ποδηγέτησής τους. Και να ανησυχούμε ιδιαίτερα όσο βλέπουμε τους κυβερνώντες να συναγωνίζονται για το ποιος θα αποδειχθεί καλύτερος μαθητής των κ.κ. Πούτιν, Ερντογάν, Όρμπαν και Καζίνσκι.
* Ο Β. Γιόγιακας ιατρός καρδιολόγος, βουλευτής Θεσπρωτίας της Νέας Δημοκρατίας