Στη χθεσινή Προγραμματική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ για την Ήπειρο, στα Γιάννενα, μία από τις θεματικές συζητήσεις ήταν αφιερωμένη στη διαχείριση του νερού. Ο Γιάννης Παπαδημητρίου παρουσίασε τις απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ για το εν λόγω θέμα:
1. ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ
Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι το νερό δεν είναι εμπόρευμα και χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο στο πλαίσιο της «πράσινης», ή οποιασδήποτε άλλης, οικονομίας αλλά ένα «κοινό», δημόσιο αγαθό, που ανήκει συλλογικά στο κοινωνικό σύνολο, αντιστοιχεί σε ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα πρόσβασης σε αυτό ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για τη ζωή όχι μόνο του ανθρώπου αλλά και των ζώων και της βλάστησης και για την κλιματική ισορροπία. Η χρήση του ως αναπτυξιακού πόρου πρέπει να ανταποκρίνεται στο γενικό συμφέρον των πολιτών, στη βιωσιμότητα του φυσικού πόρου και στην θεώρησή του ως οικουμενικής κληρονομιάς και βέβαια στις στρατηγικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Όλα αυτά συμπυκνώνονται στο στόχο της διατήρησης και προστασίας του υδρολογικού κύκλου. Τα υδατικά συστήματα δεν είναι απλά αποθήκες ή κανάλια νερού προς «εκμετάλλευση» αλλά απαιτούν βιώσιμες πρακτικές διαχείρισης, ώστε να διατηρείται η ποσότητα, η ποιότητα και η καλή οικολογική κατάσταση στα επιφανειακά ύδατα και τους υπόγειους υδροφορείς.
Υπό τις παραπάνω παραδοχές η έννοια της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τα απαραίτητα συμπληρώματα, την κοινωνική και την οικολογική ανασυγκρότηση, που προϋποθέτουν βαθειές ρήξεις με το υφιστάμενο μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης και χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας. Ο οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής και η ενσωμάτωση της οικολογικής διάστασης στο σύνολο των κλαδικών αναπτυξιακών πολιτικών είναι κατά την άποψή μας μονόδρομος για κάθε στρατηγική κοινωνικής αλλαγής.
Η διαπίστωση αυτή γίνεται ακόμη πιο επείγουσα στη σημερινή μνημονιακή συνθήκη, όπου, από τις αρχικές διακηρύξεις περί «πράσινης ανάπτυξης» της αγοράς, περάσαμε γρήγορα στην κυριαρχία της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας, στην υποτίμηση της περιβαλλοντικής διάστασης, στην εναγώνια αναζήτηση «επενδυτών» με στόχο την «φαστ – τρακ» εκποίηση φυσικών πόρων και δημόσιας περιουσίας, στη διάλυση των δημόσιων ελεγκτικών μηχανισμών, στην απαξίωση και καταστολή των κινημάτων υπεράσπισης του περιβάλλοντος και, ως αποτέλεσμα όλων αυτών, σε μια επικίνδυνη κλιμάκωση της περιβαλλοντικής κρίσης.
Η δική μας απάντηση είναι ένα παραγωγικό μοντέλο, που διασφαλίζει τα δημόσια αγαθά, που θεωρεί την λαϊκή συμμετοχή και την λαϊκή πρωτοβουλία παραγωγική δύναμη, που εχθρεύεται τις γιγαντιαίες κατασκευές και ευνοεί τη μικρή κλίμακα. Δεν αντιμετωπίζουμε την προστασία του περιβάλλοντος και εν προκειμένω του κύκλου του νερού ως «κόστος» αλλά ως όρο ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών αφού α) δημιουργεί πολλές θέσεις εργασίας είτε άμεσα στην προστασία και την πρόληψη είτε έμμεσα μέσω της ανάπτυξης των κλάδων, που στηρίζονται στην καλή οικολογική κατάσταση του νερού και απαιτούν ένταση όχι κεφαλαίου αλλά εργασίας και γνώσης β) εξοικονομεί πόρους από την αποκατάσταση της επιβάρυνσης στο περιβάλλον, την υγεία κλπ. γ) παράγει προϊόντα ποιοτικά, υψηλής προστιθέμενης αξίας και χαμηλού οικολογικού αποτυπώματος, που διασφαλίζει και την αναβάθμιση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και δ) εγγυάται την ποιότητα ζωής και την ιεράρχηση των πολιτιστικών αξιών. Σε ένα τέτοιο μοντέλο ο ρόλος τόσο του θεσμικά ανασυγκροτημένου κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όσο και του κοινωνικού τομέα της οικονομίας είναι ασφαλώς πρωταγωνιστικός.
Ασφαλώς η εμπέδωση μιας νέας κουλτούρας για το νερό απαιτεί ρήξεις σε όλα τα μέτωπα – και με πολλούς αντιπάλους : από την πελατειακή νομή της εξουσίας και τη διαφθορά μέχρι τη νοοτροπία των υπηρεσιών και από την απουσία κανόνων, που ευνοούν τα ιδιωτικά συμφέροντα, μέχρι την μακροχρόνια αδιαφορία και την ανάθεση.
2. ΤΟ ΥΔΑΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΗΠΕΙΡΟΥ
Παρά τη διαφωνία μας με την «τιμολογιακή» αντίληψη της Ευρωπαϊκής Οδηγίας – Πλαίσιο 2000/60 για το νερό, θεωρούμε σωστή την επιλογή για το σύστημα διαχείρισης που έχει εισαγάγει, τη θεώρηση δηλαδή της υδρολογικής λεκάνης (ή λεκάνης απορροής) των επιφανειακών υδάτων ως της βασικής μονάδας και την ενοποίηση των λεκανών απορροής σε επίπεδο υδατικού διαμερίσματος για την εκπόνηση 6ετών Διαχειριστικών Σχεδίων.
Το υδατικό διαμέρισμα της Ηπείρου, το οποίο δεν ταυτίζεται απόλυτα με τα διοικητικά όρια της Περιφέρειας, αφού αφενός δεν περιέχει τους δυτικούς παραπόταμους του Αχελώου και αφετέρου συμπεριλαμβάνει την Κέρκυρα και τους Παξούς, στην επικράτεια της Ηπείρου υποδιαιρείται σε 5 επιφανειακές λεκάνες απορροής (Αράχθου, Αώου, Αχέροντα, Καλαμά και Λούρου), στις οποίες έχουν καταγραφεί 91 επιμέρους υδάτινα σώματα (79 ποτάμια, 3 λιμναία, 3 μεταβατικά δηλ. στα όρια γλυκού και αλμυρού νερού, όπως οι λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού και το Δέλτα του Καλαμά, και 6 παράκτια, δηλ. σε απόσταση 1 ναυτικού μιλίου από τις ακτές). Ταυτόχρονα το Διαχειριστικό Σχέδιο καταγράφει για την έκταση της Ηπείρου 16 υπόγεια υδατικά συστήματα.
Η γενική εικόνα της Περιφέρειας, της πιο βροχερής και «υδάτινης» της χώρας, είναι καλή κατά τα ποσοτικά δεδομένα και η Ήπειρος καλύπτει ικανοποιητικά τις ανάγκες της, με μια μόνο αξιοσημείωτη εξαίρεση (της Χερσονήσου Πρέβεζας). Ωστόσο τα ποιοτικά προβλήματα είναι σοβαρά ως αποτέλεσμα των υλοποιημένων «αναπτυξιακών» επιλογών.
Μια κεντρική μας ένσταση αφορά το ισχύον Διαχειριστικό Σχέδιο Ηπείρου (2009 – 2015), που μελετήθηκε και θεσμοθετήθηκε καθυστερημένα, μόνο και μόνο κάτω από το βάρος των κυρώσεων της Οδηγίας, χωρίς τη σύσταση και γνωμοδότηση του προβλεπόμενου Συμβουλίου Υδάτων, χωρίς επαρκή ενημέρωση και με ψήγματα διαβούλευσης και κυρίως με ασάφειες, λάθη και κρίσιμες υποχωρήσεις σε βασικές επιλογές «μεταφοράς» νερού, δηλ. διατάραξης του υδρολογικού κύκλου, ως αποτέλεσμα των πιέσεων του τοπικού συστήματος πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Η αποδοχή της μερικής εκτροπής του Αώου έχει μάλιστα οδηγήσει σε προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Παρ’ όλα αυτά υπήρξε θετική τόσο η μαζική παρέμβαση φορέων και οργανώσεων της Ηπείρου στις πολύ λίγες δημόσιες ημερίδες παρουσίασης του Σχεδίου, που οδήγησε και σε αρκετές βελτιώσεις, όσο και η ύπαρξη μελετών, που το υποστηρίζουν. Το πρόβλημα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μέτρων, που προτείνει, παραμένουν ανεφάρμοστα λόγω έλλειψης στοιχείων και μετρήσεων, πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, σχεδιασμού και πολιτικής βούλησης και -συνήθως- του συνδυασμού όλων των παραπάνω αιτίων.
Στόχος μας είναι η δρομολόγηση των περισσότερων διαχειριστικών μέτρων του Σχεδίου και κυρίως η έναρξη μιάς ευρύτατης και σοβαρής διαβούλευσης με τους πολίτες, τους κοινωνικούς φορείς και την Αυτοδιοίκηση, την επιστημονική κοινότητα και τις οικολογικές οργανώσεις για τη σύνταξη του επόμενου Διαχειριστικού Σχεδίου 2016 – 2021.
3. ΤΟ ΠΟΣΙΜΟ ΝΕΡΟ
Η πρόσβαση στο ασφαλές και καθαρό πόσιμο νερό και στην αποχέτευση έχει αναγνωριστεί ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα από το ψήφισμα 64/2010 της Γ.Σ. του ΟΗΕ, που προβλέπει ως ελάχιστη αναγκαία ποσότητα νερού για κάθε άνθρωπο τα 50 λίτρα την ημέρα. Θεωρούμε ότι το δικαίωμα αυτό, η προτεραιότητα της συγκεκριμένης χρήσης αλλά και η περιγραφή της ελάχιστης ποσότητας, που διασφαλίζει την άσκηση του δικαιώματος, πρέπει να κατοχυρωθούν συνταγματικά και νομοθετικά.
Η ιδιοκτησία, η διαχείριση και ο έλεγχος των υπηρεσιών ύδρευσης και των υποδομών πρέπει να είναι δημόσια, μη κερδοσκοπική και δημοκρατική, με την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών – καταναλωτών νερού, των εργαζομένων και των παραγωγικών και επιστημονικών φορέων της Ηπείρου. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε απόπειρα και σκέψη ιδιωτικοποίησης, ολικής ή μερικής με συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων, των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης – αποχέτευσης και των συνδέσμων ύδρευσης αλλά ταυτόχρονα εκτιμούμε ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Απαιτείται πλήρης κοινωνικός έλεγχος, που μπορεί να εγγυηθεί και την ποιότητα και τη μείωση του κόστους.
Η χρηματοδότηση των έργων υποδομής πρέπει να είναι ευθύνη της κοινωνίας ως συνόλου. Η εξασφάλιση των επενδυτικών πόρων και για την κατασκευή και για τη συντήρηση των δικτύων πρέπει να περάσει στη μέριμνα της γενικής φορολογίας και να ελέγχεται από την κοινωνία με απόρριψη της νεοφιλελεύθερης αρχής της «κάλυψης του πλήρους κόστους».
Όσο αφορά την τιμολόγηση της χρήσης, υποστηρίζουμε την αρχή ότι η πολιτεία και η Αυτοδιοίκηση οφείλουν να καλύπτουν με επάρκεια τις βασικές ανάγκες σε νερό, χωρίς την κυριαρχία εμπορευματικών, ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων. Γι’ αυτό πρέπει να εφαρμοστούν πολιτικές κλιμακωτής τιμολόγησης, που θα συμπεριλαμβάνουν ακόμη και τη δωρεάν παροχή νερού, στη βάση κοινωνικών και άλλων κριτηρίων. Ταυτόχρονα είναι αναγκαία μια πολιτική «επιστροφής» στο νερό της βρύσης με δωρεάν πρόσβαση στο πόσιμο νερό για τους πολίτες τόσο στις δημόσιες υπηρεσίες (με τοποθέτηση καταψυκτών) όσο και στους κοινόχρηστους, δημόσιους χώρους (πλατείες, παιδικές χαρές κλπ.)
Αναγκαίο συμπλήρωμα είναι ασφαλώς ένας συνδυασμός μέτρων, κινήτρων και εκστρατειών ευαισθητοποίησης με στόχο την εξοικονόμηση, τον περιορισμό της σπατάλης και τη διαμόρφωση υδατικής συνείδησης στους πολίτες.
Εννοείται ότι η αρχή της προστασίας των υδάτινων κύκλων αποκλείει το φαραωνικό έργο «μεταφοράς» πόσιμου νερού από τον Αμάραντο Κόνιτσας στο Λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, πολύ περισσότερο που το τελευταίο παρουσιάζει επάρκεια υδατικών πόρων για δημόσια χρήση στη φυσική δεξαμενή του Μιτσικελίου.
Τέλος η διασφάλιση της καλής ποιότητας του πόσιμου νερού προϋποθέτει τον ορισμό ζωνών προστασίας στις περιοχές άντλησης με την εκπόνηση των σχετικών μελετών αλλά και την αυστηρή εφαρμογή όσων έχουν ήδη συνταχθεί (αυτής λ.χ., που βρίσκεται σε αντίθεση με την πρόσφατη αδειοδότηση ιδιωτικής επένδυσης για την επεξεργασία λυματολάσπης δίπλα στις πηγές Κρύας Ιωαννίνων, και μάλιστα με δυναμικότητα 15.000 tn το χρόνο, τη στιγμή που ο βιολογικός καθαρισμός της πόλης παράγει μόλις 6.000).
4. ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
4Α. ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Θεωρούμε ότι μετά την ικανοποίηση των αναγκών σε πόσιμο νερό η επόμενη προτεραιότητα είναι η χρήση του νερού για την παραγωγή ποιοτικών τροφίμων, πολύ περισσότερο που ο κλάδος αυτός αποτελεί κεντρική επιλογή για τον ΣΥΡΙΖΑ και ανταποκρίνεται στα φυσιογνωμικά, κλιματολογικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά της Ηπείρου. Η ποιότητα του αρδευτικού νερού είναι σημαντικός παράγοντας και για την θρεπτική αξία και υγιεινή των τροφίμων αλλά και για την εμπορική τους αξία. Απαιτείται κατά την άποψή μας ένα πρόγραμμα διαχείρισης των υδατικών πόρων εξειδικευμένο στην γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή.
Η προτεραιότητα στην αγροτική χρήση δεν σημαίνει αποδοχή του σημερινού άρδευτικού προτύπου αλλά προώθηση του απαραίτητου, κοινωνικά, οικονομικά και οικολογικά, μετασχηματισμού του με την ολοκλήρωση και τον εκσυγχρονισμό των αρδευτικών δικτύων, την υιοθέτηση οδηγών άρδευσης ανά καλλιέργεια και περιοχή, την αλλαγή των αρδευτικών μεθόδων (π.χ. κλειστό σύστημα υπό πίεση από το φράγμα Πουρναρίου, εγκατάλειψη της κατάκλυσης, προώθηση των μικροαρδεύσεων,) και ασφαλώς την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών με κατεύθυνση τις λιγότερο υδροβόρες και την προώθηση της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.
Παρότι τα ποσοτικά δεδομένα είναι προς το παρόν επαρκή για τις αρδευτικές ανάγκες της Ηπείρου, οι οποίες κατά κανόνα καλύπτονται από τα επιφανειακά ύδατα, τα ποιοτικά δεν στερούνται προβλημάτων καθώς τα ποτάμια παρουσιάζουν φαινόμενα υποβάθμισης από αγροτικά, αστικά και βιομηχανικά απόβλητα.
Πιο σοβαρή είναι η κατάσταση στην πεδιάδα Άρτας – Πρέβεζας λόγω της νιτρορύπανσης, για την οποία απαιτούνται άμεσα μέτρα καλών αγροτικών πρακτικών ενώ ειδικά στην Πρέβεζα παρατηρούνται και φαινόμενα υφαλμύρινσης, δηλαδή διείσδυσης του θαλάσσιου νερού στους υδροφόρους ορίζοντες, οφειλόμενα στην υπεράντληση, καθώς η άρδευση εξασφαλίζεται από γεωτρήσεις. Στην περιοχή αυτή θα πρέπει να μελετηθούν και έργα εξοικονόμησης του νερού, δηλ. ταμίευσης των απορροών της βροχής, εμπλουτισμού των υδροφορέων και επανάχρησης του νερού, που είχε καταναλωθεί – αν χρειαστεί, ακόμη και από επεξεργασμένα αστικά λύματα. Αναγκαία επίσης είναι και τα έργα εναντίον της διάβρωσης στην παράκτια ζώνη.
Οι υδατοκαλλιέργειες, τόσο στα εσωτερικά όσο και στα παράκτια ύδατα, αποτελούν ήδη δυναμικό τομέα της ηπειρωτικής οικονομίας και μάλιστα με εξαγωγικό προσανατολισμό. Ωστόσο η υπερσυγκέντρωσή τους σε ορισμένες ζώνες και το καθεστώς ανεξέλεγκτης, και αρκετές φορές χωρίς αδειοδότηση, λειτουργίας δημιουργούν σημειακά σοβαρά προβλήματα. Θεωρούμε ότι επιβάλλεται η εφαρμογή κριτηρίων εξορθολογισμού και νομιμοποίησης, η σταδιακή απομάκρυνση όλων των μονάδων από τις οικολογικά ευαίσθητες περιοχές του Αμβρακικού κόλπου, που όμως προσφέρεται ιδανικά για την ανάπτυξη της ανοιχτής αλιείας, και ο προσανατολισμός στις βιολογικές ιχθυοκαλλιέργειες. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εκφράσει τη διαφωνία του σε κομβικά σημεία του Ειδικού Χωροταξικού Σχεδίου για τις Ιχθυοκαλλιέργειες και υποστηρίζει τη θεσμοθέτηση ενός νέου πλαισίου για την αειφορική διαχείριση των ιχθυοαποθεμάτων και την παράλληλη στήριξη και της παράκτιας αλιείας.
4Β. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Η βιομηχανία παραγωγής τροφίμων αποτελεί βασική επιλογή για την Ήπειρο αλλά αυτό δεν σημαίνει και αποδοχή ανεξέλεγκτης χωροθέτησης ή ελλιπούς λειτουργίας των μονάδων μεταποίησης. Οι καλές πρακτικές γενικά στη βιομηχανία, ιδιαίτερα στις 6 μεγάλες μονάδες, που υπάγονται στην Οδηγία IPPC (για τον Ολοκληρωμένο Έλεγχο και Πρόληψη της Ρύπανσης), και στις 11 εγκαταστάσεις, που υπόκεινται στο ρυθμιστικό πλαίσιο της Οδηγίας Seveso περιλαμβάνουν συστηματική καταγραφή των αντλούμενων ποσοτήτων, τεχνολογίες αντιρρύπανσης και επανάκτησης του νερού, εκσυγχρονισμό των βιολογικών καθαρισμών καθώς και εντατική λειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών.
Η προωθούμενη ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας πετρελαίου, κατ’ αρχήν στο βορειότερο τμήμα της Περιφέρειας Ηπείρου, αλλά με γοργούς από ό,τι φαίνεται ρυθμούς και στο υπόλοιπο, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους, καταγραμμένους ήδη διεθνώς, για τους υπόγειους υδροφορείς. Είμαστε αντίθετοι, για μια σειρά από λόγους, στο επιθετικό εξορυκτικό μοντέλο, που προωθεί η ελληνική κυβέρνηση, και στις συμβάσεις παραχώρησης, που υπέγραψε με την ενδιαφερόμενη εταιρία. Στην πραγματικότητα το μοντέλο αυτό οδηγεί στην αύξηση των κερδών για τους λίγους και στην κοινωνικοποίηση του κόστους, κοινωνικού και οικολογικού, για τους πολλούς.
Όσο για την εκμετάλλευση των φυσικών υπόγειων αποθεμάτων από τις βιομηχανίες εμφιάλωσης, που έχουν εξασφαλίσει άδειες άντλησης από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, είναι αναγκαία μια διαδικασία επανεξέτασης : και για τις αντλούμενες ποσότητες, οι οποίες έχουν υπερπολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, και για το ύψος των τελών, που παραμένουν ασήμαντα (0,15 έως 0,3 % υπέρ του αντίστοιχου ΟΤΑ και μάλιστα επί των πωλήσεων και όχι επί των αντλούμενων ποσοτήτων), και για την κατοχύρωση της επάρκειας του νερού για τα δημόσια δίκτυα ύδρευσης και βεβαίως για τη διατήρηση του φυσικού πόρου για τις επόμενες γενιές.
4Γ. ΕΝΕΡΓΕΙΑ
Η επιδιωκόμενη αύξηση της διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ενεργειακό μίγμα της χώρας μπορεί υπό προϋποθέσεις να συμπεριλάβει την ανάπτυξη Μικρών Υδροηλεκτρικών Έργων (ΜΥΕ). Η πολιτική μας οφείλει να συνυπολογίσει μια σειρά από κριτήρια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως το μέγεθος του έργου (υποστηρίζουμε την επιστροφή του ορίου μεταξύ μεγάλων και μικρών υδροηλεκτρικών στα 5 – ή τα 8 – MW), τη μορφή της τεχνολογίας (εκμετάλλευση συνεχούς ροής του νερού, για την οποία προσφέρονται οι έντονες κλίσεις των υδατορευμάτων της Ηπείρου αντί της δημιουργίας φραγμάτων και ταμιευτήρων), τους χωροθετικούς περιορισμούς (αριθμός ΜΥΕ ανά υδατόρευμα και αποκλεισμός των προστατευόμενων περιοχών) και ασφαλώς το βαθμό συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών. Μολονότι πρόκειται για μικρότερης κλίμακας παρεμβάσεις, ωστόσο οι επιπτώσεις τους δεν πρέπει να υποτιμηθούν, ιδιαίτερα όταν αφορούν ορεινές περιοχές μοναδικής ομορφιάς και βιοποικιλότητας. Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η αξιολόγηση κάθε μονάδας μέσα από την ένταξη της σε ένα εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό.
Αντίθετα, είμαστε κατηγορηματικά εναντίον της κατασκευής νέων μεγάλων υδροηλεκτρικών φραγμάτων στα ποτάμια της Ηπείρου. Πρόκειται για φαραωνικά έργα, που προκαλούν πολλαπλές συνέπειες χωρίς επιστροφή, διακόπτουν ανεπανόρθωτα τον υδάτινο κύκλο κατακρατώντας το οργανικό φορτίο του νερού και, υπό τις παρούσες συνθήκες, οδηγούν σε de facto ιδιωτικοποίηση και παραμερισμό των λοιπών χρήσεων. Εξίσου αντίθετοι είμαστε στην προωθούμενη ιδιωτικοποίηση των ήδη κατασκευασμένων μεγάλων υδροηλεκτρικών φραγμάτων της ΔΕΗ, η οποία μέχρι σήμερα τουλάχιστον υπόκειται σε ένα στοιχειώδη δημόσιο έλεγχο. Τα έργα αυτά, αναπτυξιακά σύμβολα μιάς παλιότερης εποχής, απαιτούν κινήσεις περιβαλλοντικής αναβάθμισης ενώ μπορεί να εξεταστεί και η εφαρμογή μεθόδων αντλησιοταμίευσης με σεβασμό των άλλων χρήσεων του νερού.
Τα γεωθερμικά πεδία στις Συκιές Άρτας και την Κόνιτσα μπορούν να υποστηρίξουν τη μείωση του ενεργειακού κόστους στη γεωργία και τις ιχθυοκαλλιέργειες, με προϋπόθεση την αειφορική διαχείριση των θερμών υδροαποθεμάτων και μέτρα αποτροπής της χημικής και θερμικής ρύπανσης και βέβαια όχι με την σχεδιαζόμενη εκποίηση στο ιδιωτικό κεφάλαιο με μακροχρόνιες μισθώσεις.
Τέλος νέους ορίζοντες ανοίγουν οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις είτε με τη μορφή της οσμωτικής ενέργειας (από τη συνάντηση γλυκού και αλμυρού νερού στις εκβολές των ποταμών) είτε μ’ αυτή της αξιοποίησης του χιονιού στις κορυφές των βουνών. Η επιστημονική κοινότητα μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη τεχνολογιών και τεχνικών σ’ αυτή την κατεύθυνση.
4Δ. ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
Η Ήπειρος έχει την πολυτέλεια να μπορεί να απευθυνθεί σε διαφοροποιημένες κατηγορίες επισκεπτών και να τους προσφέρει μοναδικές ομορφιές και εμπειρίες. Απορρίπτοντας το μαζικό «all inclusive» τουριστικό μοντέλο και το Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο για τον Τουρισμό, που πριμοδοτεί τις γιγαντιαίες εγκαταστάσεις τουριστικής υποδομής, αγωνιζόμαστε για την προστασία του αιγιαλού και των παραποτάμιων και παραλίμνιων περιοχών και υποστηρίζουμε την σταδιακή ανασύνθεση του τουριστικού προϊόντος και τον εμπλουτισμό του με στοιχεία της υδάτινης κληρονομιάς της Ηπείρου, που πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνει αντικείμενο και ειδικής εκστρατείας τουριστικής προβολής με την ουσιαστική συμβολή και ενίσχυση όλων των Φορέων Διαχείρισης.
Το παράκτιο μέτωπο δεν χρειάζεται τον άναρχο πολλαπλασιασμό των μαρινών αλλά επάρκεια και ποιότητα στο πόσιμο νερό με την ολοκλήρωση των δικτύων ύδρευσης, καλή ποιότητα στο νερό κολύμβησης με την λειτουργία βιολογικών καθαρισμών σε όλους τους οικισμούς καθώς και ολοκληρωμένα συστήματα πληροφόρησης και παρακολούθησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς (ενδεικτικά του ρόλου του Νεκρομαντείου, της Ναυμαχίας του Ακτίου κλπ.).
Στις ορεινές περιοχές της Ηπείρου η ορμητικότητα των ποταμών, που ασφαλώς είναι διατηρητέο στοιχείο του ποτάμιου τοπίου, ευνοεί την ανάπτυξη του «ράφτιγκ» ενώ η αγριότητα και η ποικιλία των περιοχών και η ύπαρξη μνημείων της παραδοσιακής συνύπαρξης του ανθρώπου με το νερό (πέτρινα γεφύρια, υδρόμυλοι, νεροτριβές κλπ.) προσφέρονται για πολλές μορφές εναλλακτικού τουρισμού.
Το ίδιο ισχύει και για το τουριστικό προϊόν των μεγάλων πόλεων, η ιστορική πορεία των οποίων είναι αδιάσπαστα δεμένη με το υγρό στοιχείο. Τέλος το νερό είναι το συστατικό στοιχείο για την ανάπτυξη του ιαματικού τουρισμού.
5. ΤΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΥΔΑΤΙΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Θα αναφερθούμε σε ορισμένα κεντρικά προβλήματα των επιμέρους υδάτινων σωμάτων, τα οποία συχνά έχουν προκαλέσει συγκρούσεις και έχουν γεννήσει κινήματα, για τα οποία είμαστε περήφανοι στην Ήπειρο.
ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΜΒΡΑΚΙΚΟΥ Το σύμπλεγμα των υγροτόπων του Αμβρακικού είναι από τα σημαντικότερα, τα καλύτερα διατηρημένα αλλά και τα πιο ευαίσθητα οικοσυστήματα του ελληνικού χώρου, συμπεριλαμβάνεται στη συνθήκη Ραμσάρ και έχει εξαιρετική σημασία για την ορνιθοπανίδα. Οι μελέτες διαπιστώνουν σοβαρές διαταραχές του υδρολογικού συστήματος κατά την τελευταία 35ετία, μείωση της ιχθυοπαραγωγικής ικανότητας και φαινόμενα ευτροφισμού. Υιοθετούμε τις προτάσεις για βελτίωση της ανανέωσης των υδάτων μέσω της επικοινωνίας με το Ιόνιο και απομάκρυνση των ρύπων από τα επιφανειακά νερά, που καταλήγουν στον κόλπο. Απαιτείται επίσης η άμεση απομάκρυνση των δεξαμενών πετρελαίου στην Αμφιλοχία, η σταδιακή των μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας με βάση μελέτη φέρουσας ικανότητας και ένα συνολικό σχέδιο αισθητικής και λειτουργικής διάσωσης του παράκτιου χώρου με παράλληλες στοχεύσεις για τη γεωργική γη και το αγροτικό τοπίο, που μπορεί να εκπονηθεί σε συνεργασία με τον Φορέα Διαχείρισης.
ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑΣ Το βασικό ζητούμενο και για την ήδη ευτροφική έως υπερτροφική Παμβώτιδα είναι η μείωση των εισροών ρυπαντικού φορτίου, με αιχμές την επεξεργασία όλων των αστικών και κυρίως των ζωικών αποβλήτων και την ανασύσταση των ρηχών υγροτοπικών εκτάσεων στην περίμετρό της, η αποκοπή των οποίων οδήγησε στη ραγδαία υποβάθμιση των τελευταίων 40 χρόνων. Οι εκτάσεις αυτές θα λειτουργήσουν ως φίλτρα καθαρισμού, θα κατακρατήσουν το οργανικό φορτίο και θα υποστηρίξουν τις βιολογικές της λειτουργίες. Τασσόμαστε υπέρ της θεσμοθέτησης Π.Δ. χωρίς εκπτώσεις, υπέρ της λειτουργίας περιβαλλοντικού – υγροτοπικού πάρκου στην περιοχή της Κατσικάς και υπέρ της απομάκρυνσης του αναχώματος, που κατασκεύασε η χούντα και διέκοψε την επικοινωνία των πηγών Σεντενίκου και Αμφιθέας. Η ανάπτυξη του ναυταθλητισμού δεν μπορεί να γίνει στους υγροτόπους, διαιωνίζοντας έτσι την παρουσία των αναχωμάτων, αλλά σε οργανωμένο στίβο σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές. Τέλος η μεγάλη ιδέα του «εμπλουτισμού» με το νερό του Αώου αποτελεί σπατάλη πολύτιμων πόρων, χωρίς να αντιμετωπίζει ουσιαστικά το πρόβλημα της Παμβώτιδας ενώ ενδέχεται να λειτουργήσει και αρνητικά.
ΕΚΤΡΟΠΗ ΑΩΟΥ Η προωθούμενη από εταιρίες και πολιτικά λόμπυ ιδέα της δεύτερης εκτροπής ποσοτήτων νερού του Αώου, η οποία επίσημα θεωρείται ότι εξυπηρετεί ενεργειακούς σκοπούς αλλά στην πράξη επενδύεται και με τη φιλολογία του «εμπλουτισμού» της Παμβώτιδας είναι καταστροφική για τη λειτουργία όλου του ποτάμιου οικοσυστήματος, τουλάχιστον μέχρι την συμβολή με τον Βοϊδομάτη και τον Σαραντάπορο. Η παραβίαση της λογικής της Οδηγίας 2000/60 δεν αιτιολογείται και δεν αντέχει ούτε νομικά ούτε επιστημονικά ούτε καν οικονομικά. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο χαρακτήρας του Αώου ως διασυνοριακού ποταμού, του μοναδικού που έχει χώρα προέλευσης την Ελλάδα, γεγονός που επιβάλλει σεβασμό της κατάντη αλβανικής πλευράς και συνεργασία των δύο χωρών στα πλαίσια και των διεθνών και διμερών συνθηκών για τα διασυνοριακά ύδατα. Υποστηρίζουμε όχι μόνο την οριστική εγκατάλειψη του ανορθολογικού σχεδίου της δεύτερης εκτροπής αλλά και τη μερική επανόρθωση των συνεπειών της πρώτης με ρύθμιση της οικολογικής παροχής από το φράγμα των πηγών Αώου προς την κοίτη και τη φυσική ροή του ποταμού.
ΡΥΠΑΝΣΗ ΚΑΛΑΜΑ Ο Καλαμάς είναι ο πλέον απειλούμενος ποταμός της Ηπείρου, καθώς στις συνήθεις πηγές ρύπανσης προστίθεται η επιβάρυνση, μέσω της τάφρου της Λαψίστας, από τις δραστηριότητες στο Λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, από τα επεξεργασμένα αστικά λύματα του ανεπαρκούς για τα πληθυσμιακά μεγέθη και τις κλιματολογικές συνθήκες βιολογικού καθαρισμού, από τα βιομηχανικά απόβλητα της ΒΙΠΕ και των μεταποιητικών μονάδων μεγάλης όχλησης αλλά και από τις απορροές μιάς ανορθολογικά υπερσυγκεντρωμένης πτηνοτροφικής παραγωγής. Ο χαρακτηρισμός της τάφρου της Λαψίστας, όπως εξάλλου και της ίδιας της Παμβώτιδας, ως ευαίσθητων αποδεκτών, με τις νομικές συνέπειες που θα επιφέρει για τον έλεγχο και τη μείωση των ρυπαντικών φορτίων, προτείνεται από το Σχέδιο Διαχείρισης και αποτελεί προτεραιότητα. Υποστηρίζουμε επίσης την υιοθέτηση περιβαλλοντικών στόχων για τον Καλαμά σχετικά με τον ιχθυοπληθυσμό και τα νερά αναψυχής.
Από τα υπόλοιπα ποτάμια, ο ΑΡΑΧΘΟΣ, αφού αντιπαρήλθε προς το παρόν τις απειλές της εντατικής φραγματοποίησης, αντιμετωπίζει την απειλή της ιδιωτικοποίησης των φραγμάτων Πουρνάρι 1 και 2 στην πεδιάδα της Άρτας και της λειτουργίας τους με κριτήριο το κέρδος από τη χρηματιστηριακή διακύμανση της τιμής της κιλοβατώρας σε ένα ενοποιημένο ευρωπαϊκό δίκτυο, που συνιστά απειλή για τις αρδευτικές ανάγκες, για αυτή την αντιπλημμυρική ασφάλεια της Άρτας αλλά και για σενάρια πιθανής μελλοντικής υδροδότησης. Παράλληλα ο ποταμός υφίσταται τις συνέπειες της ελαττωματικής λειτουργίας του ΧΥΤΑ Ελληνικού.
Ο ΛΟΥΡΟΣ ταλαιπωρείται από την άναρχη ανάπτυξη ιχθυοκαλλιεργειών στον άνω ρου του και κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων στο πεδινό κομμάτι του και ο ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ απειλείται από τις συνέπειες της μη ολοκλήρωσης του αποχετευτικού δικτύου της Παραμυθιάς και των τουριστικών πιέσεων.
Η ολοκλήρωση και επέκταση των βιολογικών καθαρισμών, η λειτουργία ενός αποκεντρωμένου συστήματος επεξεργασίας αποβλήτων, χωρίς φαραωνικά έργα ΣΔΙΤ και παραγωγή σύμμεικτων σκουπιδιών, τα αντιπλημμυρικά έργα με έμφαση στη δασοπροστασία, η αντιμετώπιση της νόσου των πλατάνων καθώς και της παράνομης αλιείας είναι κοινά μέτωπα για όλα τα επιφανειακά νερά της Ηπείρου.
ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΣΩΜΑΤΑ
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στον ΟΡΜΟ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ και στις ΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ, που νομικά θεωρούνται ως παράκτια ζώνη του λιμανιού της Ηγουμενίτσας και ανήκουν στη διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών. Η απειλούμενη ιδιωτικοποίηση – εκποίηση του λιμανιού φαίνεται πως συμπεριλαμβάνει και μεγάλα φιλέτα εκτάσεων, που θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια χρήση μιας μεγάλου μήκους ακτογραμμής. Πλευρά της ιδιωτικοποίησης αποτελεί και ο πολλαπλασιασμός των ιδιωτικών μαρινών αναψυχής, που ήδη άρχισε να συντελείται άναρχα στις ακτές του Ιονίου και του Αμβρακικού. Είμαστε ασφαλώς απολύτως αντίθετοι στην κατασκευή της μονάδας ασφαλτικών στη Σαγιάδα.
ΥΠΟΓΕΙΑ ΥΔΑΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Στα υπόγεια υδατικά συστήματα το κρίσιμο στοιχείο είναι να υπάρχει ισορροπία μεταξύ των εισροών (από το νερό της βροχής και τις διηθήσεις των ποταμών) και των απορροών, κατά κύριο λόγο των αντλήσεων. Όταν οι αντλήσεις υπερβαίνουν την τροφοδοσία, αρχίζει η εξάντληση των μόνιμων αποθεμάτων, τα οποία πρέπει να θεωρούνται στρατηγικά αποθέματα. Τα πιό σημαντικά προβλήματα υπεράντλησης και νιτρορύπανσης παρουσιάζουν το υπόγειο σύστημα ΛΟΥΡΟΥ και κυρίως της ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ. Για το ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ στηρίζουμε την πρόταση του Διαχειριστικού Σχεδίου για την απαγόρευση νέων υδρογεωτρήσεων, πλην όσων καλύπτουν υδρευτικές ανάγκες.
Η συζήτηση στο κόμμα μας για όλα αυτά τα προβλήματα και τα μέτωπα δεν κλείνει αλλά μόλις τώρα ανοίγει με τη φιλοδοξία να αντιστρέψουμε την εικόνα της εμπορευματοποίησης και της περιβαλλοντικής καταστροφής. Θέλουμε μαζί μας τα κινήματα και τους πολίτες, θέλουμε συμμετοχή και αγώνες για την κοινωνικοποίηση του νερού, θέλουμε ταυτόχρονα να καταρτίσουμε συλλογικά ένα σχέδιο ορθολογικής διαχείρισης του νερού με άξονα τη βιωσιμότητα και τον κοινωνικό έλεγχο, την απόρριψη του κερδοσκοπικού μοντέλου και των φαραωνικών κατασκευών και τη διερεύνηση επιλογών προστιθέμενης οικολογικής αξίας, μικρής και τοπικής κλίμακας και χαμηλού οικονομικού και κοινωνικού κόστους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Μέλος Γραμματείας Τμήματος Οικολογίας – Περιβάλλοντος – Χωρ. Σχεδιασμού ΣΥΡΙΖΑ
Εκπρόσωπος Περιβαλλοντικών Οργανώσεων στο Συμβούλιο Υδάτων Ηπείρου