Οι διαπραγματεύσεις της νέας κυβέρνησης με τους εταίρους, όπως λέμε τελευταία, μπορούν να ιδωθούν ποικιλόμορφα. Από το αποτέλεσμα, με βάση το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσσαλονίκη, με βάση τους συσχετισμούς δύναμης. H οποιαδήποτε αποτίμηση παραμένει ασφαλώς επισφαλής, καθώς η έκβαση είναι κούρσα αντοχής και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική κατάσταση της χώρας και τη δεξιότητα των κυβερνώντων μας να αντεπεξέρχονται στις πιθανότατα πυκνές προκλήσεις των κυρίαρχων δυνάμεων στον ευρωπαϊκό χώρο.
Στόχος μου δεν είναι η αποτίμηση των διαπραγματεύσεων. Θα σταθώ σε μία πτυχή, ως κάποιος που έζησε χρόνια εκτός συνόρων και που διαβάζει και ακούει τακτικά γαλλόφωνα, γερμανόφωνα και αγγλόφωνα μέσα. Εδώ και χρόνια, με μερική εξαίρεση τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το 1981-1982, σπάνια γραφόταν και λεγόταν κάτι για την Ελλάδα σε ξένα μέσα. Μόνο για εκλογές και κάποια συνταρακτικά συμβάντα, όπως η σύλληψη μελών της «17 Νοέμβρη», η δολοφονία του Γρηγορόπουλου και ό,τι επακολούθησε.
Η εικόνα άλλαξε με τις εκλογές του 2012. Βασικός λόγος, η απρόσμενη για πολλούς ξένους άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και το ενδεχόμενο ανάδειξής του τότε σε πρώτο κόμμα. Εντυπα από όλες τις γωνιές του κόσμου ψάχνουν για πληροφορίες για τη χώρα και για ειδικούς που μπορούν να τους δώσουν εικόνα. Ετσι, αρχίζει ένα πρώτο κύμα αναφορών και κειμένων. Ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ, άλλοτε ως αντίλογος στον κυρίαρχο λόγο και άλλοτε ως λόγος αιρετικός και προκλητικός που αμφισβητεί, ερεθίζει φίλους και αντιπάλους και τροφοδοτεί σχόλια, θετικά και αρνητικά.
Η Ελλάδα, πρώτη φορά, γίνεται θέμα στα διεθνή μέσα. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει κυριολεκτικά ως σταρ. Τα σχόλια δεν είναι καθόλου αρνητικά. Το αντίθετο. Τα περισσότερα παρουσιάζουν ένα νέο κόμμα, αριστερό, με απόψεις και μια νεανική ηγετική ομάδα που αμφισβητεί τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές πολιτικές και βάζει νέα θέματα στο τραπέζι. Η εικόνα αυτή βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την εκκωφαντική απουσία της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά και με τον επίσημο λόγο της Νέας Δημοκρατίας, ιδιαίτερα του τέως πρωθυπουργού, εστιασμένου στα δεινά που θα φέρει στη χώρα η εκλογή των Συριζαίων στην κυβέρνηση.
Δεν αναφέρομαι σε έντυπα όπως η Guardian ή η γαλλική ηλεκτρονική εφημερίδα Mediapart, που αφιέρωσαν πλείστα άρθρα, συχνά θετικά, για τις απόψεις της παρούσας κυβέρνησης. Ακόμη και στη Γερμανία, με εξαίρεση το συγκρότημα Springer (Bild, Die Welt, Handelsblatt, Focus…) που συχνά μας λοιδόρησαν (ως τεμπέληδες, απατεώνες), τα Μέσα τήρησαν τη δημοσιογραφική δεοντολογία, αποφεύγοντας αβασάνιστες κρίσεις και εύκολους χαρακτηρισμούς.
Το ενδιαφέρον για τη χώρα από τα ξένα μέσα συνοδεύτηκε από ένα κύμα συμπάθειας για τους Ελληνες και τη νέα κυβέρνησή τους. Αυτό αποτυπώνεται στα δημοσιεύματα, στις συγκεντρώσεις συμπαράστασης σε πάμπολλες πόλεις του εξωτερικού, αλλά και σε προσωπικές συναναστροφές. Προφανώς το κύμα συμπάθειας και συμπαράστασης ούτε ανέτρεψε τη μέχρι πρόσφατα πλήρη διπλωματική απομόνωση της χώρας ούτε μετέβαλε τους συντριπτικούς συσχετισμούς δύναμης στο πλαίσιο της Ενωσης. Καρπός όλων αυτών είναι και η πρόσφατη συμφωνία στο Eurogroup.
Ακόμη όμως και έτσι, το κύμα συμπάθειας αποτελεί σημαντική επιτυχία της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Αυτός θαρρώ είναι και ο λόγος που συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και μέσα επιχείρησαν να απαξιώσουν την κυβέρνηση και προσωπικά τον υπουργό Οικονομικών με το επιχείρημα ότι «δεν καταλαβαίνουν τι θέλουν», ότι «είναι ερασιτέχνες» – σε αντιπαράθεση με τον «πολύπειρο Σόιμπλε», έγραψε η Die Welt.
Η διεθνής συμπάθεια συνιστά κεφάλαιο προς αξιοποίηση. Πρώτα απ’ όλα και κυρίως για την προώθηση της αντίληψης ότι μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή. Αλλά και για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας και την τόνωση της πολιτισμικής δημιουργίας. Αυτά μπορούν να γίνουν ποικιλοτρόπως. Με μια συγκροτημένη πολιτική πολιτισμικής προβολής με στόχο την ποσοτική και κυρίως ποιοτική ανάπτυξη της «βαριάς μας βιομηχανίας», του τουρισμού. Αλλά και πολύ πέρα από αυτό. Με την ανάπτυξη και προώθηση σχέσεων σε πολλά επίπεδα. Τα ελληνικά τριτοβάθμια ιδρύματα, ενδεικτικά, έχουν να επιδείξουν απτά δείγματα σε επίπεδο κινητικότητας φοιτητών και προσωπικού. Κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει και σε πολλά άλλα πράγματα… Πρόκειται για την εικόνα μας, το μέλλον μας και, γιατί όχι, για το ευρωπαϊκό μας μέλλον. Μπορούμε να συμβάλουμε κατά τι και σ’ αυτό.
* καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών