Γράφει ο Βαγγέλης Γρ. Αθανασίου
Αλλεπάλληλες συσκέψεις για την απόδοση της χερσαίας ζώνης στον δήμο Ηγουμενίτσας στα αρμόδια υπουργεία είχε ο δήμαρχος Ηγουμενίτσας κ. Ιωάννης Λώλος. Μια φρόνιμη σκέψη θα μου πείτε μέρες που έρχονται.
Για την ιστορία με τον όρο χερσαία ζώνη εννοούμε το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης, αυτό δηλαδή το χερσαίο τμήμα που δεν θα προικοδοτηθεί με την επικείμενη πώληση του λιμανιού. Όμως και εδώ υπάρχουν σκιές όπως η μαρίνα που δρομολογείται μπροστά από τα ΤΕΙ, η οποία θα είναι μάλλον ξέχωρη από αυτήν την χερσαία ζώνη, εφόσον συγκαταλέγεται στο συνολικό πακέτο προσφοράς, οπότε για ποια χερσαία ζώνη μιλάμε και τί θα περισσέψει από αυτήν;
Δεν φέρουμε όμως αντίρρηση στις κινήσεις του δημάρχου να σώσει ό,τι περισώζεται ενόψει της προδιαγραφόμενης λαίλαπας, η ένσταση μας έγκειται αλλού.
Η ένσταση μας πατάει στο γεγονός, πως πέρα από την διεκδίκηση των όσων νομικώς αναλογούν στον δήμο Ηγουμενίτσας μέχρι στιγμής, στην έλλειψη ενός συνολικού σχεδίου διεκδικήσεων και ενός στρατηγικού σχεδιασμού στον οποίο θα συγκαταλέγεται και το λιμάνι ως ο βηματοδότης της ανάπτυξης της.
Ένα πλάνο διεκδίκησης, όπου ο Δήμος Ηγουμενίτσας και οι τοπικοί φορείς δεν θα έχουν μόνο λόγο συμβουλευτικό ή απλή παρουσία στα συμβούλια του Ο.Λ.Η.Γ, αλλά μέρισμα που σημαίνει μετοχές στην διάθεση τους. Τόσες ώστε ο έλεγχος να είναι στο χέρι τους και όσοι άλλοι μη δημόσιοι φορείς λάβουν μέρισμα, αν αυτό κριθεί απαραίτητο, να μην μπορούν να έχουν το πάνω χέρι…
Όμως το όποιο πλάνο στην παρούσα συγκυρία, δεν θα βοηθήσει χωρίς κοινωνική δυναμική και την σύμφωνη στάση της τοπικής αυτοδιοίκησης, των κοινωνικών φορέων ακόμη και των κομμάτων και των τοπικών οργανώσεων και κυρίως των ίδιων των πολιτών. Και για να συμβεί αυτό πρέπει να ανοίξει ενας ευρύτερος δημόσιος διάλογος και μια διαπραγμάτευση με την πολιτεία που θα οδηγήσει στο βέλτιστο σχήμα για το μέλλον του λιμανιού και κατ’επέκταση του τόπου.
Αποφάσεις όμως από την κυβέρνηση και τους κυβερνητικούς παράγοντες, χωρίς την σύμφωνη γνώμη της τοπικής κοινωνίας και των νόμιμων εκπροσώπων της και χωρίς να έχει προηγηθεί η όποια μορφή δημοσίου διαλόγου, δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές, πόσο μάλλον όταν αυτές προκύπτουν ύστερα από πανηγυρικές δηλώσεις σε εθιμοτυπικές επισκέψεις και φιέστες.