Μετά τη «μεσσιανική» εμφάνιση Τσίπρα αναμένονται οι κινήσεις Σαμαρά
Γράφει ο Παύλος Λ. Αλεξίου
Η πολιτική ζωή της χώρας εισέρχεται σε μια περίοδο επιταχυνόμενης ρευστότητας, μεταβατικότητας και αναταράξεων. Από την καθημερινότητα μέχρι τα σκάνδαλα και από τις γεωπολιτικές προκλήσεις μέχρι την κοινωνική συνοχή, το υπάρχον πολιτικό σύστημα αδυνατεί να απαντήσει στα αδιέξοδα που το ίδιο δημιούργησε, να ενσωματώσει τις ανεξέλεγκτες εξελίξεις που μπορεί να πυροδοτήσει η -χωρίς βαλβίδες- εκτόνωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Αναζητούνται εναλλακτικές.
Το «σύστημα Μητσοτάκη», με τη σκληρή αντιλαϊκή πολιτική, τη μαφιόζικη σύμφυση και τις εσωτερικές τριβές φτάνει στα όριά του και οι πιθανότητες να καταφέρει να έχει μια νέα κυβερνητική θητεία είναι περιορισμένες. Αναπτύσσονται φυγόκεντρες τάσεις. Οι επαναλαμβανόμενες διαφοροποιήσεις Δένδια και η κριτική που εκφράζεται στην κοινοβουλευτική ομάδα -έστω χαμηλόφωνα- (δηλώσεις βουλευτών για την υπόθεση Ρούτσι), η απρόβλεπτη προς το παρόν αντίδραση Βορίδη για το «άδειασμά» του στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, οι γέφυρες μερίδας των βουλευτών αλλά και κομματικών στελεχών με το υπό ίδρυση κόμμα Σαμαρά δυναμώνουν την αίσθηση ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε φάση φθοράς και ότι έρχεται η «επόμενη μέρα». Καθόλου τυχαία δεν ήταν η απουσία Σαμαρά από την τελευταία βιβλιοπαρουσίαση, όπου θα παραβρισκόταν και ο Μητσοτάκης. Παρέστη όμως σε άλλη εκδήλωση προς τιμήν της Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη, όπου δεν παραβρέθηκε ο Μητσοτάκης, αλλά ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος στην ομιλία του προειδοποίησε με νόημα, για τον κίνδυνο «θεσμικής, πολιτικής και εθνικής κρίσης πρώτου μεγέθους», λόγω της «δυσπιστίας των πολιτών προς τη Δικαιοσύνη».
Στην περίπτωση εμφάνισης ενός νέου κόμματος Σαμαρά και αναμενόμενων ανακατατάξεων στη δεξιά πολυκατοικία, θα είναι πιθανόν δύσκολο να επιτευχθεί για τη ΝΔ ο στόχος του 25% και το μπόνους εδρών.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Ε. Βενιζέλος μιλώντας σε εκδήλωση ανέφερε ότι «οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ένα πολυεπίπεδο αδιέξοδο: η κοινωνία δεν πιστεύει ότι λειτουργούν οι θεσμοί, καταγράφεται κρίση πολιτικής συμμετοχής και αντιπροσώπευσης», για να καταλήξει λέγοντας: «Νομίζω ότι μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη».
Ο εγκλωβισμός της Αθήνας στην αδιέξοδη πολιτική της προσέγγισης, που αφήνει τη χώρα έκθετη σε μια σειρά μέτωπα (Κυπριακό, ενεργειακά, ένταξη Τουρκίας στο πρόγραμμα εξοπλισμού της ΕΕ), η εξωτερική πολιτική -ιστορικά, πυλώνας νομιμοποίησης των δεξιών κυβερνήσεων- που παραπέμπει όπως και να το δει κανείς σε «αποτυχία», η δυσαρέσκεια μερίδας του εφοπλιστικού κόσμου (όσων συνεχίζουν να κάνουν δουλειές με τη Ρωσία και το Ιράν) με την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης -ενώ όλοι είναι σε αναμονή της επικείμενης άφιξης της Αμερικανίδας πρέσβειρας Κίμπερλι– η ακρίβεια που παραμένει το μείζον πρόβλημα για την κοινωνική πλειοψηφία, τα Τέμπη ως μια διαρκής ρωγμή στην ελληνική κοινωνία, σπρώχνει διάφορα κέντρα, σε μια άτσαλη προσπάθεια να αναζητηθούν δίαυλοι επικοινωνίας με την κοινωνική δυσαρέσκεια, να υπάρξουν «πλυντήρια» ανακύκλωσης πολιτικών προσώπων.
Σε αυτήν την κατεύθυνση γίνονται διάφορες διεργασίες, με την αποχώρηση Τσίπρα από τον ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί θρυαλλίδα εξελίξεων για το χώρο της κεντροαριστεράς. Διαβλέποντας τη φθορά» του πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα της σοσιαλδημοκρατίας, θέλει να βρεθεί -λέει- από το Χάρβαρντ και τη Σορβόννη, από επίτροπος της ΕΕ για τα Δυτικά Βαλκάνια, «στην κολυμπήθρα της κοινωνίας» (!!!). Με επόμενο βήμα την έκδοση του σχετικού βιβλίου, θέλει να κερδίσει πολύτιμο πολιτικό χρόνο μέχρι τις εκλογές, να προβεί στην ίδρυση νέου φορέα, να ξεπλύνει στην «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» την αμαρτωλή σοσιαλδημοκρατία και την οδυνηρή για το λαό μας μνημονιακή του διακυβέρνηση και να αποτελέσει ξανά μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση για την αστική διαχείριση και την υλοποίηση στρατηγικών επιλογών του ξένου και του εγχώριου κεφαλαίου.
Με μια απέραντη υποκρισία ο ανατροπέας της λαϊκής θέλησης στο δημοψήφισμα του 2015, δηλώνει τώρα αυτάρεσκα ότι «φιλοδοξώ να επιστρέψω στην ελπιδοφόρα ανασφάλεια της κοινωνικής δράσης», θέλει «αδέσμευτος πλέον να αφουγκραστεί τη βάση», να κάνει μια βόλτα στα κινήματα (!!!). Αυτός, με τις αντεργατικές αντιλαϊκές επιλογές, τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, το χρηματιστήριο Ενέργειας, την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, τον αντιασφαλιστικό νόμο Κατρούγκαλου, τον περιορισμό του απεργιακού δικαιώματος.
Ο άνθρωπος που τον στήριξε και τον ξαναπροωθεί το σύστημα καυχάται προκλητικά ότι «διάλεξα εν πλήρει συνειδήσει τον δρόμο έξω απ’ το σύστημα» (!!!). Κάνει εύκολες, ανέξοδες και αόριστες αναφορές στη σφαίρα των «θεσμών», της «διαφάνειας» και του «κράτους δικαίου». Προτείνει έναν καπιταλισμό με «δημοκρατία» και «κοινωνική δικαιοσύνη», «τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών, που θα εκδίδει κοινό χρέος, με στόχο τη χρηματοδότηση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης», δηλαδή της οικονομίας πολέμου, της κερδοφορίας του κεφαλαίου, στο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, που καλούνται στο τέλος να πληρώνουν οι εργαζόμενοι.
Παρά τις γλαφυρές, ποιητικές αναφορές για «φουρτουνιασμένες θάλασσες» και τις πομπώδεις διακηρύξεις για «νέο πατριωτισμό», κατάφερε να μην πει απολύτως τίποτα συγκεκριμένο. Επικαλείται την «πατριωτική εισφορά των υψηλών εισοδημάτων», την ελεημοσύνη δηλαδή της ολιγαρχίας του πλούτου, ο «πατριώτης» που υπέγραψε την νέα στρατιωτική συμφωνία με τις ΗΠΑ, με τον «διαβολικά καλό» Τράμπ, που του είπε «Good job Alexis» (Καλή δουλειά Αλέξη), γεμίζοντας όλη τη χώρα με στρατιωτικές βάσεις, αυτός που αναβάθμισε τη στρατηγική συμμαχία με το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ.
Από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης την περίοδο 2019-2023, ταυτίστηκε με βασικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ψηφίζοντας πάνω από το 50% των νομοσχεδίων εκείνης της περιόδου.
Ο εμπλεκόμενος σε όλα τα μικροκομματικά παιχνίδια, αυτός που επιβαρύνεται με την μεταγραφή Κασσελάκη στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ και τις διαδοχικές διασπάσεις του, τις γέφυρες με την ομάδα Δούκα στο ΠΑΣΟΚ κ.ά., θέλει τώρα απαλλαγμένος από τα κομματικά βάρη, δομές, όργανα και οργανώσεις, μέσα από ένα αρχηγικό κόμμα, ως νέος «μεσσίας» να ακούσει δήθεν την κοινωνία. Δεν μιλάει καθόλου πλέον για Αριστερά, της οποίας σπίλωσε τις ιδέες και την ιστορία, σπέρνοντας την απογοήτευση σε πλατιά τμήματα του λαού.
Πολύ εύστοχα η επανεμφάνιση Τσίπρα αναφέρεται με το αγγλικό όρο «rebranding», που στα ελληνικά μεταφράζεται σε αναθεώρηση της ταυτότητας μιας εταιρείας (επωνυμία, λογότυπο, τρόπος επικοινωνίας), το λανσάρισμα δηλαδή στην αγορά μιας ίδιας, παλιάς εταιρείας, αλλά με άλλο περιτύλιγμα. Περί αυτού ακριβώς πρόκειται.
Η κίνηση Τσίπρα οδήγησε σε αμηχανία και σε παράλυση τον πρώην κόμμα του, το ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου πολλοί βουλευτές και στελέχη ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους, αλλά και τη «Νέα Αριστερά». Άλλωστε ο διακηρυγμένος στόχος του «πεφωτισμένου» ηγέτη -η άρση του πολυκερματισμού του «προοδευτικού χώρου» που εμποδίζει τη συσπείρωση των δυνάμεων- αποτελεί δημόσια δηλωμένη κεντρική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ, κατατεθειμένη και καλλιεργημένη ήδη από πολύ παλιά. Έτσι στα ερωτήματα για τις κινήσεις και τα σχέδια του Τσίπρα τονιζόταν ότι δεν βρισκόταν σε αντίθεση με τις θέσεις του κόμματος, αλλά κινούνταν στην ίδια κατεύθυνση. Πέρα όμως από τη διαφαινόμενη ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, η κίνηση Τσίπρα θα έχει αντίκτυπο και στη στασιμότητα και στη φαγωμάρα που παρουσιάζει ο χώρος του ΠΑΣΟΚ, του οποίου η ηγεσία ήδη ανησυχεί, αλλά και στα αρχηγοκεντρικά – προσωποπαγή κόμματα, Πλεύση Ελευθερίας, ΜέΡΑ25, Κασσελάκης. Η κίνηση Τσίπρα επιχειρεί να απαντήσει και στο ποιος ηγέτης μπορεί να ενώσει την αντιπολίτευση απέναντι στον Μητσοτάκη.
Όσο «σπρώξιμο» όμως και να ρίξουν ολιγάρχες, μιντιάρχες που στηρίζουν το νέο εγχείρημα, όση προσπάθεια αγιοποίησης και αν κάνει η «Εφ. Συν.», τα όρια του εγχειρήματος Τσίπρα είναι εντός της συστημικής αναμόρφωσης. Η ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος δεν θα είναι εύκολη και δεν πρόκειται να γίνει άμεσα, γιατί εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που αποτελούσαν παραδοσιακή βάση της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίζονται δυσαρεστημένες και απογοητευμένες, προδομένες από την πορεία των φορέων αυτού του χώρου, γιατί το πολιτικό παρελθόν των δυνάμεων αυτών, με τις αντιλαϊκές μνημονιακές τους «μεταρυθμίσεις» είναι «παρόν» και οδυνηρό για τη ζωή τους και είναι αυτό που έστρωσε το δρόμο στον Μητσοτάκη για να τις συνεχίζει και να τις εμβαθύνει.