του Αντώνη Μπέζα, πρώην υπουργού
Την ώρα που η Ευρώπη παίρνει ιστορικές αποφάσεις για το μέλλον της, η πατρίδα μας βιώνει, επί σχεδόν 10 χρόνια, μια πολύπλευρη κρίση που δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι πρωτίστως αξιακή. Έννοιες και αξίες που συνδέονται με τον ελληνισμό και τη διαχρονική του παρουσία, όπως ο πατριωτισμός, η εθνική υπερηφάνεια, η θρησκευτική προσήλωση, το εθνικό φρόνημα και η εθνική ασφάλεια και άμυνα, διαστρεβλώνονται επιδέξια, απαξιώνονται ή τίθενται σε διωγμό. Και όλα αυτά, σε ένα περιβάλλον διεθνών ανακατατάξεων τεράστιας στρατηγικής και γεωπολιτικής σημασίας.
Δες τε τι συμβαίνει στη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια. Ο τυχοδιωκτικός εθνικισμός, ο αλυτρωτισμός και οι ιδέες για τη δημιουργία μεγάλων πατρίδων επικρατούν στην περιοχή, αποτελούν δεσπόζουσα ιδεολογία και συνδυάζονται με αναβαθμισμένη επιθετικότητα και αναθεωρητισμό.
Η Τουρκία εφαρμόζει σαφώς επιθετική πολιτική στο Αιγαίο και την Κύπρο αλλά και στο μεγάλο ενεργειακό στοίχημα της νοτιοανατολικής Μεσογείου, προκαλώντας ή συντηρώντας συχνά κρίσεις περιορισμένης έκτασης που δημιουργούν όμως σημαντικά και ψυχολογικά αποτελέσματα, όπως τα Ίμια το 1996.
Η υποχωρητική πολιτική μας απέναντι στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, οδήγησε σε μια αναίτια εθνική ήττα στο πλαίσιο ενός ιδεοληπτικού διεθνισμού που ανακαλύπτει προβλήματα εκεί που είναι των άλλων και όχι δικά μας. Ως ιδανικοί αυτόχειρες απεμπολήσαμε τα πλεονεκτήματά μας και προχωρήσαμε σε μια «άνευ όρων» παράδοση, εκχωρώντας μακεδονική εθνότητα και γλώσσα. Και αυτό το λάθος θα το βρουν μπροστά τους, μετά από πολλά χρόνια, οι επόμενες γενιές, όπως εμείς βρήκαμε λάθη των προηγούμενων.
Μετά τη συμφωνία των Πρεσπών, η Αλβανία μας εκτιμά ως αδύναμους και ενδοτικούς και διάκειται πλέον απροκάλυπτα δυσμενώς απέναντί μας, θέτοντας ανύπαρκτα ζητήματα όπως το λεγόμενο «Τσάμικο» και περιορίζοντας συστηματικά τα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο.
Οποτεδήποτε μια χώρα αντιμετώπιζε κρίση, αναζητούσε και εύρισκε στηρίγματα, ανατρέχοντας στην ιστορία και τις αξίες της και επικαλούμενη την αγάπη των πολιτών για την πατρίδα, δηλαδή τον πατριωτισμό τους. Ειδικά για μας τους Έλληνες, ο πατριωτισμός δεν ήταν ποτέ κάτι το νέο γιατί δεν έχουμε μακρόχρονη κρατική παράδοση και αυτό που μας ενώνει είναι η εθνική συνείδηση, ο πηγαίος πατριωτισμός. Ο πατριωτισμός ήταν ο συνδετικός κρίκος που ένωνε πάντα αλλά και κινητοποιούσε τους Έλληνες, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Και δεν αναφέρομαι σε σπάνιες και ηρωικές πράξεις. Αναφέρομαι στην προσωπική συμπεριφορά του καθενός μας. Στις καθημερινές ενέργειες που έχουν το ίδιο αγνό πατριωτικό κίνητρο και που λειτουργούν προς όφελος της πατρίδας ή τουλάχιστον δεν τη βλάπτουν ή δεν την προσβάλλουν. Αναφέρομαι στην αγάπη για τη σημαία και την ελληνική ιστορία. Στο βλέμμα των χειριστών των αεροσκαφών και των πληρωμάτων του Λιμενικού, που επιβεβαιώνουν και υπερασπίζονται την ελληνική κυριαρχία καθημερινά σε θάλασσα και αέρα. Στο βλέμμα των νέων μας που υπηρετούν αγόγγυστα τη θητεία τους στην πρώτη γραμμή, στα σύνορα. Στο πάθος των εφέδρων και των εθνοφυλάκων, των αξιωματικών και οπλιτών, αλλά όχι μόνο σ’ αυτούς.
Πατριωτισμός είναι η συμπεριφορά των πολιτικών που είναι έντιμοι, εκπληρώνουν το καθήκον τους και σέβονται το δημόσιο χρήμα. Που δεν τους ενδιαφέρει να παραμένουν αγκιστρωμένοι στην καρέκλα της εξουσίας αλλά η ουσιαστική προσφορά στον τόπο και το κοινωνικό σύνολο. Πατριωτισμός είναι η στάση των ταλαντούχων επιστημόνων, των επιχειρηματιών, των αγροτών, του κάθε νέου ανθρώπου που έχει επιλέξει να μείνει ή να επιστρέψει στην Ελλάδα και να προσφέρει εδώ. Η στάση των διαπρεπών Ελλήνων του εξωτερικού που συνεχίζοντας την παράδοση των εθνικών ευεργετών προσφέρουν στην πατρίδα τους, αλλά και όλων των άλλων που όπου βρίσκονται, δηλώνουν περήφανοι ότι είναι Έλληνες και διακρίνονται με ότι ασχοληθούν, διαψεύδοντας τα υποτιμητικά σχόλια που μας φόρτωσε η κρίση των τελευταίων ετών. Πατριωτισμός είναι η θέληση να προσφέρουμε στην πατρίδα από οποιοδήποτε θέση. Όλα αυτά, είναι ο αγνός και γνώριμος από τα παλιά πατριωτισμός. Αυτό τον πατριωτισμό πρέπει να ξαναφέρουμε στο προσκήνιο! Υπάρχουν, όμως, δύο πράγματα που πρέπει να έχουμε υπόψη μας:
Πρώτον, ο πατριωτισμός έχει ταυτόχρονα αποτελέσει το προπέτασμα για να καλύψει ταπεινά κίνητρα και τυχοδιωκτικές συμπεριφορές. Αυτό όμως δεν αλλάζει την ουσία και δεν αλλοιώνει το περιεχόμενό του. Ο πραγματικός πατριωτισμός είναι συνειδητή επιλογή, εντιμότητα, συνέπεια έργων και ευρύτητα πνεύματος και αποδεικνύεται κάθε μέρα στην πράξη. Δεν έχει σχέση με ακραίες συμπεριφορές μίσους. Ούτε με βλακώδεις θεωρίες περί «ευγονίας» και «καθαρότητας αίματος» μπορεί να σχετίζεται, ούτε στην κρησάρα των «εργολάβων της εθνικής συνείδησης», υπόκειται.
Ο μεγαλύτερος εχθρός, ο «προδότης» του πατριωτισμού είναι η πατριδοκαπηλία. Και εμείς είμαστε ή πρέπει να είμαστε πατριώτες, όχι πατριδοκάπηλοι. Να δακρύζουμε από συγκίνηση για την Ελλάδα και όχι να τη χρησιμοποιούμε μόνο για τις κάλπες, μισώντας τις πατρίδες των άλλων, που έχουν στο κάτω- κάτω κάθε δικαίωμα να τις αγαπούν, όπως εμείς αγαπούμε τη δική μας. Άλλο είναι, για παράδειγμα, να υπερασπίζεσαι την πατριωτική αγνότητα του Κωνσταντίνου Κατσίφα και άλλο να προσπαθείς να τον «κόψεις κομματάκια», να ανεβάζεις φωτογραφίες με τους χαροκαμένους γονείς του και να τον πουλάς στην εγχώρια πολιτική αγορά για να πάρεις παράσημα πατριωτισμού.
Δεύτερον, παρότι η εθνικά επιζήμια συμφωνία των Πρεσπών απ’ ότι φαίνεται θα περάσει από το ελληνικό Κοινοβούλιο, υπάρχουν ακόμη περιθώρια εθνικής συνεννόησης. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι μπροστά από τις υπερβολές, τις ακρότητες και τον εθνομηδενισμό και ψάχνει ελπίδα και σχέδιο για το αύριο. Ο διχασμός δεν πρέπει να κερδίσει, η μάχη που έχουμε να κερδίσουμε είναι αυτή της επόμενης μέρας. Σ’ αυτό τον αγώνα η πατρίδα μας έχει τη δυνατότητα, και σήμερα, να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, να αρπάξει την ευκαιρία και να διεκδικήσει με επιτυχία ένα νέο ρόλο στην περιοχή μας. Γιατί έχει μεγάλο αναξιοποίητο δυναμικό. Έχει στρατηγική γεωγραφική θέση και υπάρχουν ακόμη σταθερά θεμέλια αρχών και αξιών στην κοινωνία μας. Γιατί έχει δυνάμεις σε εφεδρεία, που μπορούν να συνεγερθούν, να ευαισθητοποιηθούν, κυρίως νέους ανθρώπους, και να κινητοποιηθούν.
Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, για να γίνει κάτι τέτοιο, είναι να υπάρξει ένα νέο δυνατό σύνθημα, ένα νέο όραμα, με το οποίο να ταυτιστούν και από κάτω του να συγκεντρωθούν όσοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα έχει μέλλον. Αυτό το εναρκτήριο σύνθημα, δεν μπορεί να είναι άλλο από ένα νέο κίνημα υπεύθυνου πατριωτισμού. Με Έλληνες από επιλογή. Με μύστες της Ελληνικής Παιδείας και των Αξιών. Που είναι ο πατριωτισμός στην πράξη. Και μας δίνει τη δυνατότητα να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της ιστορικής μας ευθύνης.