*Του Παντελή Κυπριανού, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Το 1982, ο Αλέν Τουρέν μας ανέλυε στο μεταπτυχιακό του σεμινάριο την άνοδο των σοσιαλιστών στη νότια Ευρώπη. Τα συντηρητικά κόμματα, προσκολλημένα στο παρελθόν και διαπλεκόμενα με τα κατεστημένα συμφέροντα, υποστήριζε, δεν μπόρεσαν να εκσυγχρονίσουν τις κοινωνίες αυτές. Έτσι και το παράδοξο, σε πρώτο ματιά, το έργο αυτό να αναλάβουν τα σοσιαλιστικά κόμματα, πολέμιοι μέχρι πρόσφατα του συστήματος, αντισυστημικοί.
Το επιχείρημα του Τουρέν δεν ήταν αβάσιμο. Ο Μιτεράν και ο Γκονζάλες ακόμη και ο Α. Παπανδρέου είχαν στο λόγο τους πολλά στοιχεία εκσυγχρονιστικά: αποκέντρωση στη διοίκηση, αξιοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, χτύπημα της φοροδιαφυγής και των πελατειακών σχέσεων, χωρισμός εκκλησίας και κράτους, κοινωνίες πιο ανεκτικές. Αίσθηση των περισσότερων αναλυτών είναι ότι τόσο οι Γάλλοι σοσιαλιστές επί Μιτεράν όσο και οι Ισπανοί επί Γκονζάλες πέτυχαν αρκετά πράγματα στο σημείο αυτό. Δεν ανέτρεψαν κληρονομημένες ιεραρχίες και ανισότητες, αλλά έδωσαν όραμα και πνοή στις κοινωνίες τους, τις έκαναν πρωταγωνιστές στο ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι.
Την αποτυχία του ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, ήρθε να καλύψει το ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη. Για μία δεκαετία στην πολιτική μας σκηνή δέσποσε η λέξη εκσυγχρονισμός. Ποιος δεν θυμάται την τεράστια απήχηση του όρου, ιδιαίτερα στα αστικά στρώματα των μεγάλων πόλεων. Δεν γνωρίζω άλλη στιγμή της ιστορίας μας που τα μεσαία στρώματα και οι «μορφωμένοι», να πω και οι διανοούμενοι, ταυτίστηκαν τόσο με μία λέξη κι ένα κόμμα. Τι κι αν τα λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα οι αγρότες, εγκατέλειπαν το ΠΑΣΟΚ για το προηγούμενό τους κόμμα τη ΝΔ.
Δεν είναι του παρόντος η εξήγηση της αποτυχίας των κυβερνήσεων Σημίτη, ιδιαίτερα μετά το 2000. Αντί για τον εκσυγχρονισμό η χώρα γνώρισε μερικά από τα μεγαλύτερα πολιτικά σκάνδαλα, συμπτώματα νεποτισμού και αδιαφάνειας, με αποτέλεσμα επιφανή της στελέχη να συρθούν σε δικαστήρια και φυλακές. Το ίδιο, αν όχι περισσότερο, ανεπιτυχείς υπήρξαν και οι επόμενες κυβερνήσεις. Οι ρήσεις «σεμνά και ταπεινά» και «επανίδρυση του κράτους» δεν περιόρισαν ούτε τις πελατειακές σχέσεις ούτε τη φθίνουσα εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τα κόμματα.
Και νάμαστε, ελέω της κρίσης, πάλι στην αρχή. Βασικοί στόχοι του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύουν στη θεραπεία χρόνιων παθογενειών μας: πελατειακές σχέσεις, αξιοκρατία, λειτουργία του κράτους, φοροδιαφυγή, διαφάνεια, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, ατομικές και συλλογικές ελευθερίες. Αυτά συνδυάζονται με μία νεοκεϋνσιανή οικονομική πολιτική που πριμοδοτεί το διάλογο των εταίρων και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, και αναδεικνύει το κράτος σε μέσο αναδιανομής πλούτου και δύναμης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αριστερό κόμμα και δεν επιδιώκει μόνο τα παραπάνω μπορεί να αντιτάξει κάποιος. Άλλος μπορεί να αναρωτηθεί αν αυτά μπορούν να γίνουν σε μία συνθήκη κυριαρχίας διεθνώς των νεοφιλελεύθερων ιδεών. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένα συνηγορούν υπέρ της υπόθεσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει η πολιτική δύναμη εκσυγχρονισμού της χώρας. Καταρχάς δεν μπορεί να πετύχει τίποτε από όσα δηλώνει ότι επιδιώκει χωρίς να διορθώσει υφιστάμενες στρεβλώσεις. Κατά δεύτερον, δεν έχει τις δεσμεύσεις άρα και τις πιέσεις από τις κατεστημένες ομάδες συμφερόντων όπως είχαν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Προσθέτω δύο ακόμη στοιχεία, κομβικά για τον εκσυγχρονισμό θεσμών και δομών. Το πρώτο αφορά στη σύνθεση της κυβέρνησης. Πολλοί υπουργοί της ανέλαβαν για πρώτη φορά υπουργείο αλλά δεν νομίζω να υπάρχει άλλη κυβέρνηση στο παρελθόν τα μέλη της οποίας είχαν τόσα πτυχία και ταυτόχρονα ήταν τόσο ενεργοί, κοινωνικά και επαγγελματικά. Το δεύτερο έχει να κάνει με την αποδοχή της κυβέρνησης. Παρά τις γκρίνιες, από μέρος του ΣΥΡΙΖΑ ή και από μεγάλα μέσα, η αποδοχή της παραμείνει αξιοσημείωτα υψηλή. Το σημαντικότερο. Η στήριξη προέρχεται κυρίως από νέες και νέους και γενικότερα από τις παραγωγικές ηλικίες. Αυτοί ζητούν δουλειά και ισονομία, δηλαδή αξιοπρέπεια, που σημαίνει πρώτα απ’ όλα και κυρίως υπέρβαση των σημερινών μας παθογενειών.