Τρία χρόνια χωρίς τον εκδότη και δημοσιογράφο Αλέξη Αναστασίου

1887747Μερικά πρόσωπα έχουν τον τρόπο τους να σε κάνουν να τα θυμάσαι ανά πάσα στιγμή, έστω και αν τα έχει τυλίξει η σιωπή και η μοναξιά του θανάτου. 
Και θυμόμαστε, πολύ νοσταλγικά, τον εκδότη και δημοσιογράφο Αλέξη Αναστασίου, που, πριν τρία χρόνια, 11 Ιανουαρίου του 2016 ήταν, έφυγε απρόσμενα από κοντά μας, προδομένος από την καρδιά του. 
Και άφησε ένα κενό. 
Λείπει το προσωπικό του ύφος, δυναμικό και τρυφερό συνάμα. 
Λείπει η γραφίδα του. Μαχητική και λογοτεχνική ταυτόχρονα. 
Λείπει ο ίδιος ως άνθρωπος, που ήξερε να επικοινωνεί και να μοιράζει χαρά στην παρέα, αλλά και να πονά και να συμπονά, που έσκυβε στους πόθους, τους προβληματισμούς και τα προβλήματα των άλλων. 
Κοιτούσε κατάματα τους γύρω του και και με το βλέμμα του τους παρέσερνε σε ανοιχτούς ορίζοντες. 
Ήξερε πόσο εύθραυστη είναι η ζωή, αλλά αυτός ήταν ανθεκτικός και πάλευε καθημερινά με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που με αγώνα και αγωνίες είχε δημιουργήσει (ραδιοφωνικούς σταθμούς, τηλεόραση, εφημερίδες, ιστοσελίδα) να αλλάξει κάτι σ’ αυτό τον κόσμο, να σπάσουν οι αλυσίδες της μιζέριας. 
Κουβαλούσε θάρρος στην καρδιά του, που ήταν “τρύπια’, και σκορπούσε την αγάπη της και την καλοσύνη της προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς όμως ποτέ να στερεύει. 
Σήκωσε πολλή πραγματικότητα στους ώμους του και πλησίασε τον κόσμο με μια ευαισθησία και μια ανεπιτήδευτη αυθεντικότητα. 
Σαν τους ποιητές, δεν κουβαλούσε θυμό μέσα του, ούτε κακία. Όταν χαμογελούσε αχνοφαινόταν στα μάτια του μια γλύκα. 
Οι παλμοί του για προσφορά στον τόπο του και τους ανθρώπους του δεν μετριούνται. 
Μόνο αυτό αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι η ίδια η ζωή τον επέλεξε για να ξεχωρίσει. 
Οι αντιδράσεις του ήταν γνήσιες, και στέκονται δίπλα σου στα ίσα, χωρίς καβάτζες. 
Δεν ψαχούλευε τις ψυχές των συνανθρώπων του, αν μπορούσε τους αποδεχόταν και τους αγαπούσε. 
Αν του αρνιόταν την αποδοχή και την αγάπη,τους άφηνε να συνεχίζουν το δρόμο τους. 
Και εξακολουθούσε και αυτός το δικό του με σημαία το όραμα να βγούμε κάποτε στο ξέφωτο, που μας αξίζει… 
π. Ηλίας Μάκος