Ομιλία του βουλευτή Θεσπρωτίας κ. Χρήστου Κατσούρα στην ολομέλεια της Βουλής, στα πλαίσια της συζήτησης του σχεδίου νόμου για τις διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αν θέλαμε σήμερα να εκφράσουμε με μια εικόνα την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της υγείας, ο πιο κατάλληλος τρόπος θα ήταν τα πρόσωπα των ασθενών που περιμένουν για ώρες σε ένα ΙΚΑ ή στα εξωτερικά ιατρεία ενός νοσοκομείου, τα πρόσωπα των συγγενών που περιμένουν ένα κρεβάτι σε μια μονάδα εντατικής θεραπείας, αλλά και τα πρόσωπα των δυσαρεστημένων εργαζομένων του ΕΣΥ. Θα βλέπαμε σε αυτά τα πρόσωπα κάτι συγκεκριμένο. Μια συγκρατημένη οργή.
Από την άλλη, η πολιτική για την υγεία αποτελεί για κάθε οργανωμένη πολιτεία μια μεγάλη ευκαιρία και μια πρόκληση, αφού μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης, να αποτελέσει ένα εργαλείο κοινωνικής συνοχής και άρσης αποκλεισμών και ανισοτήτων που φέρνουμε με τη γέννησή μας. Η συζήτηση όμως, γίνεται σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η υπερβολή, ενώ ο ουσιαστικός διάλογος μοιάζει ωχρός.
Είναι αλήθεια πράγματι, ότι παγκόσμια τα συστήματα υγείας αντιμετωπίζουν τεράστιες προκλήσεις. Από τη μια υπάρχει ανάγκη να ανταποκριθούν στις αυξημένες πιέσεις για ποιοτικές υπηρεσίες και από την άλλη, ασκούνται περιοριστικές πιέσεις σε δημοσιονομικό επίπεδο. Είναι επίσης αλήθεια, ότι συχνά εμφανίζονται φαινόμενα αυξανόμενων δαπανών και φθίνουσας αποτελεσματικότητας. Είναι επίσης αλήθεια ότι σε συγκεκριμένους τομείς, φάρμακο και υλικά, υπήρξε μια μεγάλη ασυδοσία στη χώρα μας.
Η Κυβέρνηση έλαβε και λαμβάνει μέτρα που στοχεύουν στη μείωση των δαπανών και τον περιορισμό της σπατάλης, που απειλεί επίσης και το πρόγραμμα σταθεροποίησης. Είναι όμως υπερβολή και λάθος ότι συνολικά ξοδεύουμε σαν κράτος κατά πολύ περισσότερο από τα ανεπτυγμένα κράτη της Ευρώπης στον τομέα της υγείας. Είτε το δούμε ως ποσοστό του προϋπολογισμού είτε ως ποσοστό του ΑΕΠ, αν συμπεριληφθεί και η παραοικονομία, δεν είμαστε πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Άρα το ζήτημα δεν είναι αν πρέπει να περιοριστεί μια σπατάλη, όπου συμφωνούμε όλοι. Το ζήτημα είναι αν έχουμε τους μηχανισμούς να μεταφερθούν πόροι σε τομείς και δράσεις που υπολείπονται τραγικά στη χρηματοδότησή τους. Γιατί ακόμα και αν το τέλος αυτής της σπατάλης έρθει γρήγορα και πιο δραστικά από ότι περιμένουμε, πρέπει να είμαστε ειλικρινείς ότι αυτό σε λίγο δεν θα φτάνει. Γιατί από εκείνο το σημείο, το σημείο μηδέν, οι δαπάνες θα ξαναρχίσουν να αυξάνονται, γιατί η αύξησή τους πυροδοτείται από δυνάμεις που δεν ελέγχονται από τις κυβερνήσεις, γιατί το λεγόμενο «χάος» στις υπηρεσίες υγείας δεν θα σταματήσει να υπάρχει αφού δημιουργείται από παράγοντες επιδημιολογικούς – ηλικιωμένοι και χρόνια νοσήματα – , τη νέα τεχνολογία και το νέο φάρμακο, την έκρηξη της γνώσης και το χάσμα μεταξύ γνώσης και πρακτικής.
Άρα η απάντηση πρέπει να είναι μια νέα οργάνωση των υπηρεσιών υγείας, χωρίς να ξεχνούμε το κύριο ζητούμενο, που δεν είναι άλλο από τη βελτίωση της ποιότητας παροχής υπηρεσιών υγείας στον πολίτη, έτσι ώστε ο πολίτης να νιώθει σιγουριά για το επίπεδο αυτό που του παρέχεται και αξιοπρέπεια για το περιβάλλον όπου νοσηλεύεται, και ο γιατρός και ο νοσηλευτής αξιοπρέπεια για το ίδιο περιβάλλον.
Με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο και τη σύσταση του ΕΟΠΥΥ, η Κυβέρνηση φιλοδοξεί να μεταρρυθμίσει το σύστημα υγείας, τουλάχιστον στο επίπεδο της χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας από τα ασφαλιστικά ταμεία. Πράγματι, είναι η σπουδαιότερη τομή που επιχειρείται να γίνει από την ίδρυση του ΕΣΥ, διότι αν ο Οργανισμός λειτουργήσει σωστά, μπορεί να πυροδοτήσει και να επιφέρει άμεσα τις επιθυμητές αλλαγές στο σύστημα υγείας. Γιατί με όπλο την αποζημίωση των υπηρεσιών υγείας και τη σύναψη συμβάσεων με τους παραγωγούς των υπηρεσιών υγείας, ο Οργανισμός θα έχει τη δύναμη να επιβάλει τα δικά του πρότυπα και τους δικούς του κανόνες στην αγορά αυτών των υπηρεσιών.
Υπάρχει όμως μια βασική απορία και ένα βασικό ερωτηματικό από τη μελέτη του νομοσχεδίου κι αυτό έγκειται στη βιωσιμότητα του ίδιου του Οργανισμού. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Οργανισμός θα έχει έσοδα υψηλότερα από τα έξοδά του. Δεν υπάρχει αντίστοιχη μελέτη.
Και υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα που ανακύπτει, αν όλοι οι ασφαλιζόμενοι στον Οργανισμό θα πρέπει να πληρώνουν τις ίδιες εισφορές, παραδείγματος χάρη, όσο πληρώνουν και οι εργαζόμενοι στο ΙΚΑ, αφού θα δέχονται τις ίδιες υπηρεσίες. Αν παραμείνουν όμως τα πράγματα όπως είναι, υπάρχει περίπτωση οι φτωχότεροι ασφαλισμένοι να συνεισφέρουν πιο πολλά απ’ ότι οι πλουσιότεροι των άλλων ταμείων, δηλαδή να έχουμε μια αντιστροφή της έννοιας της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Και υπάρχει και ένα τρίτο ζήτημα: Ποιος θα καλύπτει και με ποιο τρόπο τις δαπάνες υγείας των ανέργων. Συγκρατήστε μια πρόταση, η οποία μπορεί να μας φανεί χρήσιμη τώρα ή στο άμεσο μέλλον. Επειδή οι δαπάνες υγείας κάποια στιγμή θα πάρουν πάλι την ανηφόρα, και επειδή οι ασφαλιστικές εισφορές είναι ήδη υψηλές και επειδή ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος για να επιτελέσει το έργο του – άρα χωρίς ελλείμματα- σκεφτείτε μήπως το κόστος υγείας των ηλικιωμένων – άνω των 67 – και των ατόμων με μόνιμη αναπηρία, θα μπορούσε να το αναλάβει ο Κρατικός Προϋπολογισμός. Να ιδρυθεί δηλαδή ένα κρατικό ταμείο με ένταξή του στον Οργανισμό, στο οποίο θα ασφαλιστούν όλα τα άτομα ηλικίας άνω των 67 ετών και το οποίο θα καλύπτει τις δαπάνες υγείας τους. Τα πλεονεκτήματα θα είναι αρκετά: πλεονασματικά ταμεία, υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας για όλους τους ηλικιωμένους, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι ασφαλισμένοι, τέλος στους ασθενείς δύο ταχυτήτων και απελευθέρωση πόρων για να στραφούν εκεί που πρέπει σήμερα, στη χρηματοδότηση στρατηγικών πρόληψης και καινοτόμων υπηρεσιών.
Όσον αφορά το φάρμακο, νομίζω ότι κάνετε μια γενναία προσπάθεια και η αλλαγή που είπατε χθες είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Κύριε Υπουργέ δεν έχουμε ταμπού γύρω από διάφορα ζητήματα. Σκεφτείτε όμως λίγο το άρθρο 12. Με βάση τα λεγόμενά σας, η εξοικονόμηση πόρων για το 2011 θα πάει καλά. Υπάρχουν αρκετά βέλη στη φαρέτρα σας, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η λίστα, η δραστική ουσία. Αν θέλετε να άρουμε κάθε αμφιβολία, ας μην επιμείνουμε σ’ αυτό ή ας ξεκαθαρίσετε ότι δεν είναι στις προτεραιότητές σας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν ψάχνουμε σήμερα μια κάποια λύση. Ψάχνουμε για λογικές λύσεις σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, πέρα από το άγχος μιας εποχής που συχνά μας κυριεύει και μας επιβάλλεται, και πέρα από το φόβο που γεννούν οι όποιες αλλαγές.