Η πραγματική δημοκρατία ίσως ντρέπεται
για την «αποκατάστασή» της
Μια καχεκτική και ανάπηρη, αστική δημοκρατία με περισσότερη φτώχεια, ανεργία, κοινωνικό αποκλεισμό, καρατόμηση δικαιωμάτων, με την απειλή του πολέμου και του φασισμού, πολύπαθη και ακριβοπληρωμένη από το λαό μας
Πενήντα χρόνια μετά τον Ιούλιο του 1974, τα αστικά επιτελεία και τα «λιβανιστήρια» τους (ΜΜΕ) επιχειρούν με διάφορες εκδηλώσεις και συνέδρια να προσδώσουν ιδεολογικά χαρακτηριστικά και πανηγυρικό χαρακτήρα στη επέτειο. Ο κήπος του Προεδρικού Μεγάρου, άνοιξε για να δεχτεί πολιτικούς και στρατιωτικούς, βιομήχανους και εφοπλιστές, εξωνημένους δημοσιογράφους και αρτίστες, αστές κυρίες με τις απαστράπτουσες τουαλέτες τους, αλλά και …πολίτες, σε μια κίνηση λαϊκοφάνειας, για τη «γιορτή της δημοκρατίας». Πίσω όμως από την βιτρίνα, κρύβεται ο πλούτος και η χλιδή όλου αυτού του «εσμού».
Μιας «δημοκρατίας» βέβαια που ήρθε με αεροπλάνο από το Παρίσι τον Ιούλιο του ’74, μαζί με τον Καραμανλή, τον «πατέρα της δημοκρατίας», που τον έφεραν οι χουντικοί και τον όρκισε ο στρατηγός Γκιζίκης, Πρόεδρος της «χουντικής δημοκρατίας». Μια «δημοκρατία» όμως ακριβά πληρωμένη με το αίμα των εξεγερμένων φοιτητών του Πολυτεχνείου, του πολύπαθου Κυπριακού λαού και των εξόριστων και βασανισθέντων κομμουνιστών, αριστερών και δημοκρατών, που αγωνίζονταν για κάτι διαφορετικό, για μια Ελλάδα, Ανεξάρτητη, Δημοκρατική με Λαϊκή Εξουσία.
Σίγουρα σαν αποτέλεσμα των κοινωνικών και λαϊκών αγώνων, της φθοράς της λαομίσητης αμερικανοστήριχτης χούντας, της προδοσίας της Κύπρου και των τότε ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσων, προέκυψε μια πολιτική μεταβολή στο σύστημα της αστικής διακυβέρνησης της χώρας. Και το αναφέρουμε αυτό γιατί κάποιοι επιμένουν να φωνάζουν το σύνθημα «η χούντα δεν τελείωσε το ΄73».
Κανείς δεν πρέπει να παραγνωρίζει τις σημαντικές διαφορές τής σιδερόφρακτης δικτατορίας με την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, παρά το γεγονός ότι, από την άποψη της ταξικής τους ουσίας, έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές μορφές άσκησης εξουσίας «από» και «για» την αστική τάξη και για τους ξένους «προστάτες» της.
Ας δούμε όμως συνοπτικά και σε σταθμούς της μεταπολιτευτικής ιστορίας, πως διαμορφώθηκε η πολιτική-κοινωνική κατάσταση στο διάστημα από τότε μέχρι σήμερα και που κατέληξε.
Κατ΄ αρχάς η «μεταπολίτευση» λειτούργησε στις ράγες του κράτους της χούντας, με το οποίο συμβιβάστηκε, χαρακτηρίζοντας το έγκλημά της «στιγμιαίο» και όχι «διαρκές». Δεν ήταν λίγες οι φορές στην πρώτη περίοδο, που κινήθηκε με αυταρχισμό απέναντι στο λαό. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι ο «Εθνάρχης», όρισε ως ημερομηνία των πρώτων βουλευτικών εκλογών την 17η Νοέμβρη 1974. Ο αντεργατικός νόμος 330/1976 «Περί επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων και διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας», αποτέλεσε το εργαλείο καταστολής (απαγορεύσεις, αστυνομία, δίκες κλπ,) ενός εργοστασιακού συνδικαλισμού που άνθιζε.
Είχαμε τότε και τους πρώτους νεκρούς.
Την Πρωτομαγιά του 1976 τον μαθητή Σιδέρη Ισιδωρόπουλο, μέλος της «Κ. Ο. Μαχητής», καταδιωκόμενο από την Αστυνομία ως «λαθρο»-αφισοκολλητή (απαγορευόταν η αφισοκόλληση), ενώ την επομένη, σε ένα περίεργο δυστύχημα, σκοτώνεται ο Αλέκος Παναγούλης, με παραπάνω από εκατομμύριο λαού διαδηλώνουν στην κηδεία του. Στοιχειώδεις αστικοί εκσυγχρονισμοί δεν έγιναν ή γινόταν με το σταγονόμετρο, με την δημοτική γλώσσα π.χ. να καθιερώνεται, μετά από πολλούς αγώνες, το 1980.
Στο διάστημα αυτό, σαν συνέχεια του αντιδικτατορικού αγώνα, είχαμε μια πρωτόγνωρη πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων του λαού και της νεολαίας, την έξαρση σημαντικών εργατικών αγώνων και την μαζική οργάνωση της εργατικής τάξης και μια σειρά κοινωνικές κατακτήσεις.
Η ταξική πάλη πήρε μια οξεία μορφή μέσα από μεγάλους απεργιακούς αγώνες, με ένα εργοστασιακό συνδικαλισμό που αναπτύχθηκε κόντρα όχι μόνο στην εργοδοσία και το κράτος, αλλά και στον «κλαδικό» συνδικαλισμό, που πρότειναν οι «αριστεροί» ρεφορμιστές, σε εργοστάσια. Φούντωσαν παράλληλα και τα πολιτιστικά ρεύματα που είχαν τη ρίζα τους στον μεγάλο αντιχουντικό αγώνα και την εξεγερτική περίοδο του Πολυτεχνείου, σε μουσική, θέατρο, κινηματογράφο, τραγούδι.
Ήταν τότε που η δικέφαλη ρεφορμιστική Αριστερά, που σε κρίσιμες στιγμές προσφέρει πάντα τις υπηρεσίες της στο σύστημα, που η ηγεσία της ήταν αντίθετη στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου και ήθελε τον συμβιβασμό με τον αστισμό, κατέβηκε στις εκλογές σαν «Ενωμένη Αριστερά», με την μια πλευρά της (ΚΚΕ Εσ. – Μίκης Θεοδωράκης) να λέει το «Καραμανλής ή τανκς» και την άλλη (ΚΚΕ) να καταθέτει με τον Χ. Φλωράκη στον Άρειο Πάγο δήλωση συμφωνίας με το Ν. Δ. 59/1974 ότι «αι αρχαί του κόμματος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βία κατάληψιν της εξουσίας ή την ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος».
Η πρώτη αυτή περίοδος σημαδεύεται και από την στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης της χώρας, για την υπογραφή από τον «Εθνάρχη» της Συμφωνίας ένταξης στη ΕΟΚ, που σήμερα γευόμαστε τους πικρούς καρπούς της, με τους Κουμή-Κανελλοπούλου να είναι το 1980 οι πρώτοι νεκροί σε απαγορευμένη από την κυβέρνηση Ράλλη πορεία του Πολυτεχνείου προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία.
Ακολουθεί η οκταετία του ΠΑΣΟΚ με την «πρώτη φορά δημοκρατική κυβέρνηση», που παίρνει στην αρχή κάποια μέτρα ανακούφισης του λαού, αλλά που συνεχίζει την ίδια πολιτική και που τον Ιούλιο του 1983 υπογράφει την λεγόμενη συμφωνία «απομάκρυνσης των βάσεων», ανανέωση στην ουσία για μια πενταετία, που «μένουν φεύγοντας», σύμφωνα με τον περίφημο όρο «terminable» (δυνατόν να τερματιστεί) -γνωστή Παπανδρεϊκή τέχνη οι αστερίσκοι σε κοινά ανακοινωθέντα ΝΑΤΟ, ΕΟΚ- με τις βάσεις να μη φεύγουν, να παραμένουν και αναβαθμίζονται από τις κυβερνήσεις Τσίπρα-Μητσοτάκη.
Στο διάστημα αυτό δεν άλλαξε και η πολιτική της καταστολής, με τον Μιχάλη Καλτεζά το 1985, να είναι ένα άλλος νεκρός στη πορεία του Πολυτεχνείου.
Στο ίδιο διάστημα η ηγεσία του ΚΚΕ στις εκλογές του 1981 έθετε το στόχο του 17% («ΚΚΕ-Αλλαγή-Δεύτερη Κατανομή»), για να μπορέσει να συγκυβερνήσει με τις δημοκρατικές δυνάμεις, στις οποίες κατέτασσε το ΠΑΣΟΚ, ψηφίζει άνευ όρων (π. χ. απλή αναλογική) τον Σαρτζετάκη για Πρόεδρο της Δημοκρατίας και με Κωστόπουλο (ΕΣΑΚ) και τον Ραυτόπουλο (ΠΑΣΚΕ) συνδιοικούν στο διάστημα αυτό στη ΓΣΕΕ.
Και όταν το 1988, έρχεται η παρακμή και το τέλος της μεταπολίτευσης και το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε νέα κρίση, αυτή η «αριστερά», σαν σανίδα σωτηρίας, έρχεται με τις κυβερνήσεις Τζαννετάκη – Ζολώτα «να βάλει πλάτη».
Επανέρχεται ύστερα από 8 χρόνια η ΝΔ με τον πατέρα Μητσοτάκη, εφαρμόζοντας μια ρεβανσιστική, νεοφιλελεύθερη πολιτική, τότε που οι κρατικοί και παρακρατικοί μηχανισμοί οργιάζουν με τη νεοδημοκρατική συμμορία του Καλαμπόκα να δολοφονεί το Γενάρη του 1991 τον καθηγητή αγωνιστή Νίκο Τεμπονέρα.
Μεσολάβησε η Σημιτική περίοδος με την ένταξη στο Ευρώ, το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου, το «μεγάλο φαγοπότι» της Ολυμπιάδας του 2004, που φτώχυνε κι άλλο τον λαό μας, με τα «Ίμια», το «ευχαριστώ τους Αμερικάνους», το Ελσίνκι, τη Μαδρίτη που αναγνώρισε δικαιώματα της Τουρκίας στη ΝΑΤΟϊκή θάλασσα του Αιγαίου.
Τον ίδιο ρόλο έπαιξε και η «πρώτη φορά αριστερή Κυβέρνηση» του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, που έσωσε κυριολεκτικά το αστικό πολιτικό σύστημα, που βρισκόταν σε βαθιά κρίση, κάτω από το «άγος» και το «άχθος» της αντιλαϊκής του πολιτικής, που είχε προκαλέσει ένα τεράστιο κύμα λαϊκών κινητοποιήσεων, ιδιαίτερα την περίοδο 2010-2012, που τις «καβάλησε» ο ΣΥΡΙΖΑ και στο δημοψήφισμα του 2015 έκανε το «όχι» στην ΕΕ «ναι», ψήφισε το 3ο και επαχθέστερο Μνημόνιο, έδωσε «γην και υδωρ» στους Αμερικάνους και έφερε τελικά στην εξουσία την κυβέρνηση της Δεξιάς του Μητσοτάκη, για να μιλάει με θράσος και κομπασμό για την «εμπέδωση της δημοκρατίας».
Αυτή την «Μητσοτάκεια δημοκρατία» φρόντισε εμμέσως να «σεβαστεί» και η ηγεσία του ΚΚΕ, με την «συμβολική» «φιέστα» την Πρωτομαγιά του 2020 στο Σύνταγμα, που δεν μπορεί να έγινε σε άγνοια του Υπουργού Δημόσιας Τάξης Χρυσοχοϊδη, με την κατάθεση στις 9 Μάη του 2020, στεφάνου από τον Γ. Γ. του ΚΚΕ, Κουτσούμπα, με διαφορά λίγων ωρών από Μητσοτάκη – Σακελαροπούλου, στην πλακέτα της «ΜΑΡΦΙΝ» «για τα θύματα του τυφλού μίσους», που έστησε η κυβέρνηση της ΝΔ, με την υπερψήφιση από ΚΚ μαζί με ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Ελληνική Λύση της τροπολογίας για το έκτακτο επίδομα των 800€ σε αστυνομικούς και λιμενικούς.
Για ποια δημοκρατία όμως μιλάνε όλοι αυτοί:
Όταν τα «φύλλα συκής» πέφτουν και όταν η σκληρή πραγματικότητα ξεσχίζει δημοκρατικές μάσκες και προσωπεία, τότε φαίνεται με μεγαλοπρέπεια ότι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που τόσο πολύ κάποιοι θαυμάζουν, δεν είναι παρά η «δικτατορία του κεφαλαίου», με κοινοβουλευτικό μανδύα.
Για ποια δημοκρατία μπορούν να μιλάνε σήμερα όλοι αυτοί, μετά το μνημονιακό «γύψο» που βρέθηκε ο «εχθρός λαός», με το αστικό κοινοβούλιο να νομοθετεί καθ’ υπαγόρευση των δανειστών δυναστών;
Για ποια δημοκρατία μπορεί να περηφανεύεται η κυβέρνηση της ΝΔ, όταν στα χρόνια της διακυβέρνησής της είχαμε σε βάθος, σε ένταση, σε έκταση και σε σκληρότητα μια πρωτοφανή, άνευ προηγουμένου, επίθεση σε πολιτικές ελευθερίες και σε δημοκρατικά δικαιώματα, καταχτήσεις αιώνων, σε χτυπήματα ακόμη και σε αυτά τα αστικά, συνταγματικά δικαιώματα, της εργασίας, της υγείας, της παιδείας της πρόνοιας, του «συνέρχεσθαι», της ενημέρωσης, με την κοινωνική σήψη και την μπόχα των σκανδάλων και των υποκλοπών, με την καταστολή και τις δολοφονίες, με ένα αστυνομικό κράτος που παραπέμπει στην αλήστου μνήμης ρήση του πατρός Μητσοτάκη προς τους αστυνομικούς, «το κράτος είστε εσείς».
Αναπτύσσουν τη «δημοκρατία» οι νόμοι Γεωργιάδη-Χατζηδάκη, σε συνέχεια των νόμων Αχτσιόγλου – Βρούτση, που έρχονται να πλήξουν καίρια το δικαίωμα της απεργίας και να επιβάλουν το ηλεκτρονικό φακέλωμα στα συνδικάτα, με την ευέλικτη, εποχική, ωρομίσθια και απλήρωτη εργασία, που επιτρέπει στους χώρους δουλειάς να ανθίζει η πιο σκληρή εργοδοτική τρομοκρατία, να καταπατιούνται με τον πιο ωμό τρόπο κεκτημένα δικαιώματα. Πού βρίσκεται, άραγε, η ελευθερία των εργατών να υπερασπιστούν το δίκιο τους που τόσο βάναυσα προσβάλλεται;
Για ποια «δημοκρατία» μπορεί να μιλάει η ΝΔ, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, που με νόμους κατάργησαν το δικαίωμα των Συλλογικών Συμβάσεων και καθήλωσαν μισθούς και συντάξεις για πολλά χρόνια, που έχουν οδηγήσει τρεις στους δέκα Έλληνες να «ζουν» στο όριο της ακραίας φτώχειας, κάθε χειμώνα κινδυνεύουν να πεθάνουν και από το κρύο, αφού το ηλεκτρικό ρεύμα -δημόσιο αγαθό- έχει αυξηθεί υπέρογκα, έχοντας εισαχθεί στο Χρηματιστήριο και έχοντας καταστεί άθυρμα κερδοφορίας των αρπακτικών ιδιωτών παρόχων της ενέργειας;
Ο λαός μας είδε, στην περίοδο της πανδημίας, τη «δημοκρατία» των χουντικής έμπνευσης απαγορεύσεων, της απαγόρευσης συγκέντρωσης άνω των τριών ατόμων, της τρομοκρατίας των ΜΑΤ, ΔΙΑΣ, ΟΠΚΕ και των τρομονόμων, την κρατική βία και καταστολή να διογκώνονται και κάθε αγωνιστική κινητοποίηση να χτυπιέται αλύπητα. Είδε να πεθαίνουν χιλιάδες στους διαδρόμους των νοσοκομείων εκτός ΜΕΘ, να πλουτίζουν οι κλινικάρχες και το δικαίωμα της Δημόσιας Δωρεάν Υγείας να είναι ανέφικτο για το πορτοφόλι των φτωχών και λεπτομέρεια για το βαλάντιο των πλουσίων.
Βαρέθηκε το μόνιμο παραμύθι της «τυφλής» δικαιοσύνης, θεραπαινίδας του αστικού κράτους, να βγάζει παράνομες και καταχρηστικές όλες τις απεργίες και να αθωώνει τους πολιτικά υπεύθυνους για την πυρκαγιά στο Μάτι, την πλημμύρα στη Μάνδρα, το έγκλημα στα Τέμπη και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, που οδήγησαν στο θάνατο εκατοντάδων ανυπεράσπιστων πολιτών και για τις οποίες, στη φάση της εκδήλωσής τους, δίνονταν η υπόσχεση ότι «το μαχαίρι θα έφτανε στο κόκαλο», χωρίς ποτέ βέβαια να φτάνει.
Διαπίστωσε ακόμη ότι δεν καταδικάστηκε κανένας από τους υπεύθυνους για τα διάφορα σκάνδαλα διαφθοράς, «Ζήμενς», «Νοβάρτις», «Παππά-Καλογρίτσα» κ.ά. Έμαθε ότι παραγράφηκαν τα κακουργήματα φοροδιαφυγής με τις διάφορες λίστες Λαγκάρντ, Λιχτενστάϊν, Λουξεμβούργου, Μπόργιανς κ.ά.
Γεύτηκε την άγρια «δημοκρατική εφαρμογή» του νόμου της απαγόρευσης των διαδηλώσεων για να μη διαταραχθεί η -διαταραγμένη από την πολιτική τους- «κοινωνικοοικονομική ζωή». Που προκλητικά αποφυλακίζει το δολοφόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου ή τους διάφορους Λιγνάδηδες, ενώ η ίδια πολιτική που όπλισε το χέρι του Κορκονέα συνεχίζεται και εντείνεται ολοένα και περισσότερο, με νέες δολοφονίες, όπως εκείνη του 26χρονου ακτιβιστή Βασίλη Μάγγου στο Βόλο, του 18χρονου Νίκου Σαμπάνη στο Πέραμα, του 16χρονου Ρομά Κώστα Φραγκούλη στη Θεσσαλονίκη, του Ζακ Κωστόπουλου στην Αθήνα. Είναι η ίδια πολιτική που επιτίθεται στον οργισμένο «έγκλειστο» λαό, που βγήκε στους δρόμους κόντρα στις απαγορεύσεις, στη Νέα Σμύρνη και αλλού, που δικάζει και χτυπάει τους ηρωικούς απεργούς της «Μαλαματίνα», τους διαδηλωτές ενάντια στα καταστροφικά περιβαλλοντικά εκτρώματα της «πράσινης» ενέργειας.
Οι εκπαιδευτικοί και οι φοιτητές είδαν τη «δημοκρατία» τους να καταργεί το Πανεπιστημιακό Άσυλο, να θέλει να βάλει στα Πανεπιστήμια την Πανεπιστημιακή Αστυνομία και να χτυπάει τους φοιτητές, να παρακάμπτει το Σύνταγμα με την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων.
Η «δημοκρατία» της κυβέρνησης ΝΔ, σε συνέχεια εκείνης του ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζει να παραχωρεί στο μεγάλο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο τον ένα μετά τον άλλο όλους τους νευραλγικούς τομείς (λιμάνια, αυτοκινητοδρόμους, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, σιδηροδρόμους) και κάθε τομέα του Δημοσίου, που έχει άμεση επίπτωση στην ποιότητα ζωής της εργατικής λαϊκής οικογένειας, φροντίζοντας προηγούμενα να τους απαξιώσουν.
Το απαύγασμα της «δημοκρατίας» τους γνώρισε ο λαός μας από την «πλουραλιστική» (μονοφωνική) και συντεταγμένη με τις κυβερνητικές εντολές ενημέρωση, από τα καλοταϊσμένα ΜΜΕ, με τους «πέντε μεγάλους», Αλαφούζο, Βαρδινογιάννη, Κυριακού, Μαρινάκη, Σαββίδη, ιδιοκτήτες, καναλιών, ποδοσφαιρικών ομάδων και τραπεζών να καθορίζουν την ατζέντα, να επηρεάζουν την κοινή γνώμη, να μας βομβαρδίζουν με τα σκουπίδια τους, να κάνουν σίριαλ τα αλλεπάλληλα κοινωνικά εγκλήματα, να παρουσιάζουν με σεξιστικό τρόπο την γυναίκα, να αποχαυνώνουν και να αποπροσανατολίζουν το λαό, να λύνουν και να δένουν στο παρασκήνιο της πολιτικής και στο προσκήνιο της πραγματικής εξουσίας.
Πιστεύει κανείς ότι ο Γεωργιάδης, ο Χατζηδάκης ή ο Σκυλακάκης έχουν μεγαλύτερη εξουσία από τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Λάτση ή τον Μυτιληναίο;
Το Κοινοβούλιο, με τις κακόφημες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου έφτασε στα όρια της κατάργησής του ή στην καλύτερη περίπτωση έγινε βιομηχανία ψήφισης αντιλαϊκών νόμων, ψήφισης πολυσέλιδων κειμένων στα Αγγλικά, χωρίς μετάφραση υπαγορευμένων από την ΕΕ, που οι βουλευτές δεν προλάβαιναν να διαβάσουν, άσχετων μεταμεσονύκτιων τροπολογιών ρουσφετιών και εξυπηρέτησης κομματικών ή ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.
Αυτή είναι η «δημοκρατία» που επιτρέπει τη συμμετοχή της χώρας μας στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στο σφαγείο άλλων λαών. Που μετέτρεψε τη χώρα σε μια απέραντη αμερικανική βάση, που δίνει «γην και ύδωρ» στους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ-ΕΕ, που στέλνει όπλα στο καθεστώς Ζελένσκι, που αγκαλιάζει τον σφαγέα του Παλαιστινιακού λαού, Νετανιάχου, που στέλνει φρεγάτες στην Ερυθρά Θάλασσα που, κάνοντας «γαργάρα» την αμερικανόπνευστη Συμφωνία των Πρεσπών, έχει μετατραπεί με περισσή υποτέλεια σε κολαούζο τους, για την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στο δυτικό μαντρί.
Τι να πει κανείς για τη «δημοκρατία» που θαλασσοπνίγει πρόσφυγες και μετανάστες, που στήνει τείχη στο Έβρο και στρατόπεδα συγκέντρωσης για αυτούς «της γης τους κολασμένους», θύματα των πολέμων και των επεμβάσεων, που με τις επαναπροωθήσεις, τους πετάει έξω από την Ευρώπη-φρούριο, που με την αντιμεταναστευτική-ρατσιστική πολιτική της, αναδεικνύει τους απόγονους των βιαστών της δημοκρατίας, τρίτη δύναμη στη Βουλή;
Για τον ακροδεξιό, σταθερό Υπουργό Επικρατείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, Μ. Βορίδη, που έκανε δήθεν «αυτοκριτική» για τα τσεκούρια με τα οποία γυρνούσε στα σχολεία σαν στέλεχος της χουντικής ΕΠΕΝ, «όσο πιο περιορισμένη είναι η αντιπολίτευση, τόσο το καλύτερο. Όσο μικρότερη είναι η επιρροή της Αριστεράς στην Ελλάδα, τόσο το καλύτερο».
Όπως επίσης έγραψε ο διευθυντής της ναυαρχίδας του αστικού τύπου, της «Καθημερινής» και αναμεταδότης του Στεητ Ντιπάρντμεντ, Αλέξης Παπαχελάς, «με το κενό συστημικής αντιπολίτευσης ελλοχεύει ο κίνδυνος να διοχετευθούν ο θυμός και η απελπισία ενός κομματιού της κοινωνίας, ειδικά των νέων, στο «μπάχαλο» και στον δρόμο». Αυτή τη δημιουργία μιας «απρόβλεπτης» εκρηκτικής κατάστασης, ανάλογης της περιόδου 2010-12, ξορκίζει σήμερα η κυβέρνηση.
Είναι ειρωνεία λοιπόν μετά από όλα αυτά, να γιορτάζεται κάθε 24 Ιούλη, η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» στη χώρα μας, που έχει καταντήσει μια κακόγουστη φιέστα για την προβολή του «λάϊφστάϊλ» του πολιτικού, δημοσιογραφικού και επιχειρηματικού κόσμου,
Προφανώς και δεν είναι αυτή η «δημοκρατία» του λαού δεν είναι αυτή για την οποία αγωνίστηκε το αντιδικτατορικό κίνημα. Σ’ αυτή τη «δημοκρατία», οι μόνοι που έχουν λόγο να χαίρονται για την ύπαρξή της είναι οι κεφαλαιοκράτες και όχι οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα.
Και ο λαός, που δίκαια οργίζεται και αγανακτεί με το αίσχος, της καταστολής, των σκανδάλων, των παρακολουθήσεων, με τη φτώχεια, το θάνατο και την ανεργία, την υποτέλεια και τον πόλεμο, δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στο αφήγημα για «έλλειμμα δημοκρατίας», για «τροποποιήσεις του Συντάγματος», «για όλα αυτά φταίει η κυβέρνηση Μητσοτάκη» και στον «αντιμητσοτακικό αγώνα», γιατί δίπλα στη Σκύλλα καιροφυλακτεί η Χάρυβδη.
Αυτή η «δημοκρατία» τους θα συνεχίσει να ματώνει για πολύ ακόμα το λαό και τη νεολαία.
Η πραγματική δημοκρατία ίσως ντρέπεται για την «αποκατάστασή» της.