Ο Αχιλλεύς (Ελλάς Εκλιπαρούσα)
- του Δημήτρη Σκεύη
Τα τελευταία 40 χρόνια όποτε επισκεπτόμασταν, τα Γίτανα, ανυπομονούσαμε για την αποκατάσταση του θεάτρου του αρχαίου οικισμού.
Μεγαλώνοντας, η προσμονή για την αποκατάσταση (σε βαθμό που θα μπορούσε να φιλοξενήσει παραστάσεις), έγινε ελπίδα, επιδίωξη, απαίτηση. Χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ.
Μείναμε εντυπωσιασμένοι από την πρόοδο των εργασιών, περήφανοι για την ανάδειξη του μνημείου, άλλα και ικανοποιημένοι που επιτέλους κάποιοι σύγχρονοι Έλληνες ενήργησαν συστηματικά και ανέδειξαν το θαυμαστό δημιούργημα των αρχαίων προγόνων μας .
Και «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» όπως θα έγραφε και ο Τενεσί Ουίλιαμς, μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Με την άδεια των αρχαιολόγων, μια μουσική εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο χώρο του αρχαίου θεάτρου (και όχι κοντά σε αυτόν όπως γινόταν παλιότερα).
Με δέος ανεβήκαμε τις αρχαίες σκάλες, καθίσαμε στα εδώλια και αισθανθήκαμε κάτι απ το μεγαλείο της αρχαιότητας, κάτι από τη μαγεία του να «ταξιδεύεις» σε άλλους αιώνες.
Περιμέναμε πλέον την πρώτη επίσημη εκδήλωση που θα σηματοδοτήσει την επανάχρηση του εμβληματικού για τον τόπο μας, αρχαίου θεάτρου. Την πρώτη θεατρική παράσταση, την πρώτη φορά , που μετά από 23 αιώνες, θα ακουστούν ξανά φωνές ηθοποιών στον ιερό, για κάποιους από μας, χώρο.
Μάθαμε για την επιλογή του Υπουργείου πολιτισμού. Είναι « Ο Αχιλλεύς (Ελλάς Εκλιπαρούσα)», βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Αθανασίου Χριστόπουλου (1804) σε σκηνοθεσία του κ. Γιάννη Σκουρλέτη, από την ομάδα bijoux de kant.
Άγνωστο έργο. Ας είναι. Ίσως είναι καλυτέρα έτσι. Το άγνωστο προκαλεί μια προσμονή. Μια αγωνία για το τι θα δούμε. Περιμένουμε, δεν κρίνουμε. Είναι απαράδεκτο στις τέχνες να κρίνεις κάτι επιφανειακά , «εγκληματικό» να κρίνεις ένα έργο χωρίς να το δεις, να το ακούσεις, να το νοιώσεις .
Σίγουρα «Ο Αχιλλεύς» , με το πρώτο άκουσμα δε προκαλεί αίσθηση στους θεατρόφιλους της Θεσπρωτίας (σ.σ. ναι, υπάρχουν).
Αίσθηση ωστόσο προκαλούν οι δηλώσεις του σκηνοθέτη του έργου στο LIFO όπου αναφέρει τα εξής:
«Επίσης, ένα φτωχό θέατρο!
Αναρωτιέμαι αν θα έρθει κανείς να μας δει στην ερημιά, στο αρχαίο θέατρο των Γιτάνων πάνω από την Ηγουμενίτσα, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία.
Αυτό το κάνει τρομερά γοητευτικό, το ότι θα παίξουμε σε κάτι αρχαίες πέτρες. Τόσο ρομαντική κίνηση, ακόμα και εκ μέρους του υπουργείου.»
Μπουρζουά σνομπισμός;
«Μπηχτή» προς το Υπουργείο Πολιτισμού, που «στέλνει» το «Αχιλλεύς» στα σύνορα, στην εσχατιά της Ελλάδος (όπως έλεγε και κάποιος τέως υπουργός), όπου μάλλον κανείς δεν ξέρει τι θα πει θέατρο;
Γιατί αναρωτιέται ο κ. Σκουρλέτης «αν θα έρθει κανείς να μας δει στην ερημιά σε κάτι αρχαίες πέτρες» ;
Μήπως φοβάται, πως το επίπεδο όσων ζούμε «κοντά στα σύνορα με την Αλβανία» δε μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε μια θεατρική παράσταση;
Μήπως φοβάται πως η «ερημιά» και οι «πέτρες» δεν αρμόζουν στο δημιούργημα του;
Άγνωστο.
Φυσικά δεν απαιτούμε να έχουμε λόγο στις επιλογές των Ειδικών Επιτροπών του υπουργείου.
Απαιτούμε όμως, τουλάχιστον οι «ωφελούμενοι» να δείχνουν σεβασμό σε κάθε μνημείο και στους κατοίκους κάθε περιοχής, έστω και αν αυτοί ζουν μακριά απ’ την Αθήνα.
Μη ξεχνάμε πως ο τίτλος του προγράμματος, μέσω του οποίου θα πληρωθεί (σ.σ. με 60.000€…) η συγκεκριμένη παράσταση, είναι «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός». Μην επιχειρείτε λοιπόν να χωρίσετε τον ελληνικό πολιτισμό σε δυο κόσμους. Άλλωστε ο Νέστωρ στο έργο που θα δούμε στα Γίτανα (γιατί κάποιοι θα έρθουμε να το δούμε) το λέει καθαρά:
«Όταν είμασθ’ ενωμένοι, κι η Ελλάς ευδοκιμεί,
Και καμία δεν την βλάπτει, εχθρική επιδρομή.
Όταν δε διαιρημένοι, τότε πλέον και αυτή,
Είν’ αδύνατη, και τότε ο καθένας την πατεί.»
Με την ευκαιρία παραθέτω μια περιγραφή, που αποδεικνύει πως το αρχαίο θέατρο των Γιτάνων δεν είναι απλώς «κάτι πέτρες σε μια ερημιά».
Το αρχαίο θέατρο των Γιτάνων κτίστηκε στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π. Χ. Το θέατρο κτίστηκε εξαρχής λίθινο και ως υλικό κατασκευής χρησιμοποιήθηκε κυρίως ο λευκός ασβεστόλιθος. Η ορχήστρα σχηματίζει πλήρη κύκλο που φέρει εγγεγραμμένο τετράγωνο και τέμνεται από το προσκήνιο. Το κοίλο αποτελείται από εικοσιοκτώ σειρές εδωλίων, σε δύο διαζώματα, ενώ είναι πιθανή και η ύπαρξη επιθεάτρου. τέσσερις κλίμακες που διαιρούν το κοίλο σε επτά κερκίδες. Τα εδώλια του θεάτρου είναι κατασκευασμένα από επιμελώς επεξεργασμένο ασβεστόλιθο και πολλά φέρουν στην πρόσθια πλευρά εγχάρακτες επιγραφές με ονόματα ανθρώπων. Η σκηνή είναι ένα ορθογώνιο λίθινο κτίσμα με διαστάσεις 15,50 Χ 5,50 μέτρα. Στο εσωτερικό της αποκαλύφθηκε πεσσοστοιχία, αποτελούμενη από επτά ορθογώνιους πεσσούς, η οποία θα στήριζε την οροφή του σκηνικού οικοδομήματος. Στο κέντρο της σκηνής υπάρχει ένα θυραίο άνοιγμα, από το οποίο έμπαιναν οι ηθοποιοί. Στις δύο πλευρές της σκηνής υπήρχαν τετράγωνα παρασκήνια.
Το θέατρο οικοδομήθηκε σε συνάφεια με τα υπόλοιπα δημόσια οικοδομήματα, καθώς εξυπηρετούσε, πέραν της διδασκαλίας αρχαίου δράματος, πολιτικές συγκεντρώσεις των Ηπειρωτών. Η ανασκαφή του ξεκίνησε το 1996 και συνεχίστηκε έως το 2017. Το έργο της αποκατάστασης του θεάτρου εντάχθηκε στο Ε.Π. «Ήπειρος 2014-2020» και υλοποιείται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας. Οι εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης των τριών κεντρικών κερκίδων του κοίλου, ολοκληρώθηκαν στο τέλος του 2020.
Δημήτρης Σκεύης