Με θέμα το νέο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο διοργανώθηκε την Τρίτη στις 20/07/2021 εκδήλωση –συζήτηση στον χώρο του ΠΑΝΘΕΟΝ στη Ηγουμενίτσα από τις τοπικές οργανώσεις του Κόμματος και της ΚΝΕ.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Τάσος Τόκας μέλος της Ε.Π. Ηπείρου –Κέρκυρας-Λευκάδας του ΚΚΕ.
Μετά την ομιλία ακολούθησε συζήτηση. Τόσο από την ομιλία όσο και από τις παρεμβάσεις μαθήτριας , εκπαιδευτικών και παρευρισκομένων προέκυψε ότι με το νέο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο σπάει το ενιαίο της δημόσιας εκπαίδευσης και φτιάχνεται σχολείο για λίγους και «εκλεκτούς».
ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΤΙΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ Ν/Σ – ΙΟΥΛΙΟΣ 2021
Χτες, στο μέσο του καλοκαιριού, κυριολεκτικά σαν τον κλέφτη, κυβέρνηση και Υπουργείο Παιδείας κατέθεσαν στη βουλή ένα ακόμα αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο, κατά την προσφιλή τους πλέον τακτική. Μετά τις αλλαγές στο Λύκειο (Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής που «έκοψε» 25000 παιδιά από τα ΑΕΙ, τρόπος πρόσβασης, περικοπές αντικειμένων κ.α.), τη θεσμοθέτηση των εργαστηρίων δεξιοτήτων, την αύξηση του αριθμού μαθητών στις τάξεις και την «αυτοαξιολόγηση» του σχολείου, τον νόμο για την Επαγγελματική Εκπαίδευση, έρχονται να συμπληρώσουν το παζλ των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων που προώθησαν όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια.
Κάποιος θα μπορούσε να πει: Έχει γίνει πια «έθιμο», κάθε υπουργός Παιδείας να φέρνει και ένα νόμο για την Παιδεία που ο επόμενος υπουργός τον αλλάζει. Ή το πιο συνηθισμένο που προβάλλεται κυρίως μέσα από περισπούδαστα άρθρα στον Τύπο: «Δεν υπάρχει συναίνεση, δεν έχουν καταλάβει τα κόμματα ότι η Παιδεία είναι εθνική υπόθεση, είναι υπερκομματικό ζήτημα».
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Φυσικά όχι.
Για να είμαστε ακριβείς: και συνέχεια ανάμεσα στους υπουργούς Παιδείας υπάρχει και φυσικά ανάμεσα στις κυβερνήσεις. Και γι’ αυτό υπάρχει ουσιαστική συναίνεση ανάμεσα αστικά πολιτικά κόμματα που αναλαμβάνουν να διαχειριστούν τις υποθέσεις της αστικής τάξης.
Για να δούμε λοιπόν πώς αποδεικνύεται αυτή η συνέχεια και η συναίνεση ανάμεσα στις κυβερνήσεις.
Ηδη από το 1995 η έκθεση του ΟΟΣΑ έβαζε το ζήτημα της «αποκέντρωσης της Εκπαίδευσης», σημειώνοντας ότι πρέπει να διαμορφώνεται ένας γενικός σχεδιασμός για την Παιδεία και από κει και πέρα την ευθύνη για τη λειτουργία των σχολικών μονάδων (από τα κτιριακά θέματα μέχρι τη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων και τις προσλήψεις εκπαιδευτικών κ.λπ.) να την έχουν η Τοπική Διοίκηση και τα ίδια τα σχολεία. (οι παλιοί θυμόνται την μεγάλη απεργίας του 1997 για να μην περάσουν τα σχολεία τους Δήμους)
Το 2011, ο ΟΟΣΑ επανέρχεται κρίνοντας ως αρνητικό το γεγονός ότι στην Ελλάδα η ευθύνη για τα αναλυτικά προγράμματα, το διορισμό εκπαιδευτικών, τα βιβλία, το σχολικό πρόγραμμα κ.λπ. είναι υψηλά κεντρικά ελεγχόμενη, ότι δεν έχει αλλάξει το καθεστώς στην κεντρική ευθύνη που υπάρχει για τα ζητήματα αναλυτικού προγράμματος.
Το κείμενο για το «Νέο Σχολείο» της Διαμαντοπούλου, τότε μιλούσε ανοιχτά για ένα «σχολείο ανοικτό στην κοινωνία», εννοώντας ξεκάθαρα τη διαφοροποίηση και την αποκέντρωση.
Το 2015, η έκθεση της Κομισιόν για την Εκπαίδευση στην Ελλάδα δίνει συγχαρητήρια στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί με νόμο της «προωθεί τις κατευθύνσεις της μεγαλύτερης αυτονομίας και των διαδικασιών εσωτερικής – εξωτερικής αξιολόγησης σχολείων και εκπαιδευτικών».
Το 2016 το γνωστό πόρισμα Λιάκου – ΣΥΡΙΖΑ έγραφε: «Επομένως η κεντρική μας στόχευση… είναι η ενδυνάμωση και η ενηλικίωση της εκπαίδευσης σε όλα τα πεδία και σε όλους τους συμμετέχοντες. Αυτονομία, ανάληψη της ευθύνης και λογοδοσία θα πρέπει να συγκροτούν το πνεύμα ενηλικίωσης και ενδυνάμωσης που θα πρέπει να διαπερνά τις μεταρρυθμίσεις από το σχολείο έως το πανεπιστήμιο, από τα προγράμματα σπουδών έως τη διακυβέρνηση της εκπαίδευσης.»
Το έδαφος λοιπόν σήμερα είναι στρωμένο μια χαρά για την κ. Κεραμέως, για να προωθήσει ακόμα πιο επιθετικά τη δήθεν αυτονομία της σχολικής μονάδας. Έτσι με το νομοσχέδιο περνάει άρθρα που αφορούν τη δήθεν «ελευθερία» επιλογής σχολικού βιβλίου, τις λεγόμενες «εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης μαθητών», την επιλογή από το σχολείο και τον εκπαιδευτικό διάφορων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τη δυνατότητα πρόσθετης χρηματοδότησης από την αξιοποίηση σχολικού κτιρίου αλλά και από εκδηλώσεις.
Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο και η ταυτόχρονη εφαρμογή όλων των νομοθετικών διατάξεων που ψηφίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια συνιστούν αντιδραστική παρέμβαση στον πυρήνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας «στο τι και πώς μαθαίνουν οι μαθητές, στο τι και πως διδάσκει ο εκπαιδευτικός και σε τι εργασιακό περιβάλλον θα δουλεύει από εδώ και εμπρός».
Βάση του νομοσχεδίου αποτελούν οι κατευθύνσεις της Ε.Ε. και του Ο.Ο.Σ.Α, οι απαιτήσεις του ΣΕΒ και των εργοδοτικών ενώσεων για έναν μελλοντικό εργαζόμενο φθηνό, ευέλικτο και προσαρμοσμένο στις δικές τους ανάγκες για κερδοφορία, για ένα σχολείο πιο φθηνό για το κράτος και πιο «φιλικό» για τις επιχειρήσεις.
Κι επειδή σε συνδικαλιστικό (αλλά και πολιτικό επίπεδο) ήδη έχει αρχίσει μια χλιαρή θα λέγαμε – κάλπικη αντιπαράθεση για το ν/σ, να πούμε ότι όλες οι πολιτικοσυνδικαλιστικές δυνάμεις (εκτός του ΠΑΜΕ φυσικά), από τους διαφωνούντες της ΝΔ, έως τον ΣΥΡΙΖΑ και κομμάτια της λεγόμενης «εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς», επικεντρώνουν κυρίως στις επιλογές στελεχών, τον ρόλο του διευθυντή και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, επειδή στον πυρήνα των αναδιαρθρώσεων, που είναι το αποκεντρωμένο-αυτόνομο σχολείο πάνω κάτω συμφωνούν.
Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα τις αλλαγές που προωθούνται από το νομοσχέδιο:
1.Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ
Με τα περί «αυτονομίας» της σχολικής μονάδας, η κυβέρνηση επιδιώκει, σύμφωνα και με τις σχετικές κατευθύνσεις της Ε.Ε. που έχουν υπηρετήσει και προηγούμενες κυβερνήσεις, την παραπέρα «απαλλαγή» του κράτους από την υποχρέωση της χρηματοδότησης, της στελέχωσης, και της επιμόρφωσης.
Πίσω από τις λέξεις και φράσεις που ακούγονται ωραία, όπως «αυτονομία» και «μεγαλύτερη ελευθερία στη λήψη αποφάσεων» η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας προσπαθούν να κρύψουν τους πραγματικούς τους στόχους.
Άραγε (όπως ισχυρίζεται το νομοσχέδιο) «το βασικό πρόβλημα του σημερινού σχολείου είναι η έλλειψη αυτονομίας και οι δυσκολίες στη λήψη αποφάσεων;;; (π.χ. για μια εκδρομή ή μια εκπαιδευτική δράση)». Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Το πρόβλημα είναι ότι διαχρονικά οι κυβερνήσεις και το ΥΠΑΙΘ δεν αναλαμβάνουν τις δικές τους ευθύνες για τη σωστή λειτουργία του σχολείου.
Κι εμείς ρωτάμε: ποιο πρόβλημα θα λύσει η αυτονομία της σχολικής μονάδας;
- Θα λύσει τα 60.000 κενά εκπαιδευτικών εξαιτίας της αδιοριστίας;
- Θα καλύψει τη μείωση των δαπανών για την Παιδεία κατά σχεδόν 2,2 δις € σε σχέση με το 2009 την ίδια ώρα που είμαστε 1η χώρα στον κόσμο σε δαπάνες για το ΝΑΤΟ.
- Θα αντιμετωπίσει την εγκατάλειψη των σχολικών υποδομών και τα χιλιάδες κοντέινερς μέσα στα οποία κάνουν μάθημα τα παιδιά μας ή το γεγονός ότι σε ελάχιστα σχολεία υπάρχουν σύγχρονα εργαστήρια, βιβλιοθήκες κ.ο.κ.
Ίσα –ίσα …Η ενίσχυση της λεγόμενης «αυτονομίας» του σχολείου, τόσο στο παιδαγωγικό μέρος όσο και στη συνολική λειτουργία (οικονομική, διοικητική, κ.λ.π.) θα οξύνει αυτά τα προβλήματα. Θα οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη διαφοροποίηση των σχολείων σε όλα τα επίπεδα, στην ακόμα μεγαλύτερη ταξική κατηγοριοποίηση, στην ένταση των φραγμών στη μόρφωση, ιδιαίτερα των παιδιών των πιο φτωχών οικογενειών. Η κάλυψη ακόμα και στοιχειωδών αναγκών των σχολείων, των μαθητών και των εκπαιδευτικών, γίνεται επιχειρηματική και «ατομική» υπόθεση. Ανοίγει ο δρόμος για την οριστική απαλλαγή του κράτους ακόμα και από τις προσλήψεις εκπαιδευτικών, κάτι που άλλωστε το επιδιώκουν διακαώς (από το μακρινό 1996 έως την πρόσφατη έκθεση Πισσαρίδη). [όσοι γνωρίζουν ιστορία, ας θυμηθούν τους περίφημους δημοδιδασκάλους]
Έχουμε πείρα από την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στους ήδη «αυτονομημένους» τομείς της λειτουργίας του σχολείου (π.χ. καθαρίστριες, σχολική στέγη, επισκευές σχολείων, σχολικές μεταφορές κ.α.).
2. ΜΟΡΦΩΣΗ ΓΙΑ ΛΙΓΟΥΣ – ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ
Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΩΣ «ΕΥΚΑΙΡΙΑ».
Με το νομοσχέδιο, γενικεύεται ο προσανατολισμός στις λεγόμενες δεξιότητες μέσα από την γενίκευση των Εργαστηρίων Δεξιοτήτων αλλά και μέσα από τα νέα Αναλυτικά Προγράμματα που ετοιμάζει το Υπουργείο. Εισάγεται το λεγόμενο «πολλαπλό βιβλίο», ακόμα και ανάμεσα στα τμήματα της ίδιας τάξης ενός σχολείου, διογκώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις ανισότητες. Διαφοροποιείται ακόμα περισσότερο το τί μαθαίνει ο κάθε μαθητής (άρθρα 79 & 80). Ανοίγει ο δρόμος, τελικά, για το βιβλίο των «πολλών επιπέδων» για «καλούς», «μέτριους» και «κακούς» μαθητές, αφού κατά τη λογική του Υπουργείου «δεν παίρνουν όλα τα παιδιά τα γράμματα»!!! Οι ταξικές και μορφωτικές ανισότητες θεσμοθετούνται και με τη βούλα!
Η «αυτονομία» της σχολικής μονάδας επεκτείνεται και σε πλευρές του σχολικού προγράμματος, της αξιολόγησης των μαθητών ανάλογα με το επίπεδο τους και με σκοπό την κατάταξη και την εξώθηση σε «πολλαπλές εκπαιδευτικές διαδρομές» (πχ ανήλικη εργασία από τα 15!)
Διαφοροποίηση εισάγεται ακόμα και στην κατανομή των μαθητών στα τμήματα (άρθρα 81 & 85 τα οποία ναι μεν τα πήρε πίσω, αλλά θα τα βρούμε σίγουρα μπροστά μας, εφόσον διατηρείται το διαφοροποιημένο βιβλίο) ανοίγοντας ξεκάθαρα το δρόμο για «επίπεδα» στις τάξεις ακόμα και εντός του ίδιου σχολείου. Τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων – η «Ελληνική PISA» – θα αξιοποιούνται για την εφαρμογή ακόμα πιο σκληρών αντιεκπαιδευτικών μέτρων (άρθρο 97) για την κατάταξη των σχολείων σε λίστα, για την αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση των σχολείων.
Χαρακτηριστικό του πώς εννοεί την «αναβάθμιση του μαθήματος» το Υπουργείο Παιδείας είναι μια άλλη δήθεν «καινοτομία»: η «ανεστραμμένη τάξη», που το νομοσχέδιο την ενέταξε στις διαφορετικές μορφές διδασκαλίας και αξιολόγησης που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο εκπαιδευτικός για τους μαθητές του.
Με άλλα λόγια, λέει ότι αντί για τα καθιερωμένα διαγωνίσματα, ο εκπαιδευτικός μπορεί να επιλέξει να βάλει π.χ. ομαδικές εργασίες στους μαθητές και να τους βαθμολογήσει με βάση αυτές στα τετράμηνα ή να βάλει έναν μαθητή ή μια ομάδα μαθητών να αναλάβει να παρουσιάσει το μάθημα κι αυτό το ονομάζει «ανεστραμμένη τάξη».
Είναι γεγονός ότι και σήμερα κανείς δεν εμποδίζει τους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιήσουν τέτοιες μεθόδους. (αλήθεια γιατί πρέπει να γραφεί σε έναν νόμο ένας συγκεκριμένος τρόπος διδασκαλίας; Γιατί δεν μπαίνει πχ και η «μετωπική διδασκαλία», ή «η διδασκαλία με ομάδες»;).
Η “ανεστραμμένη τάξη” που ήδη εδώ και χρόνια εφαρμόζεται κυρίως στις ΗΠΑ έχει συγκεντρώσει προβληματισμούς και επικρίσεις για τα μαθησιακά αποτελέσματά της στη μόρφωση των μαθητών οδηγώντας στην αποσπασματική τους γνώση.
Η λογική του μοντέλου αυτού εν συντομία λέει ότι ο μαθητής εισάγεται στο παρακάτω μάθημα μόνος του στο σπίτι, βλέποντας βίντεο και άλλο εποπτικό υλικό που έχει ετοιμάσει ο εκπαιδευτικός ή το έχει αναζητήσει ο ίδιος ή ο γονέας του και την άλλη μέρα πάει στο σχολείο για να λύσει ασκήσεις, απορίες και να εμβαθύνει σε αυτό.
Πατάει στην αντιδραστική αντίληψη ότι ο μαθητής οικοδομεί μόνος του τη γνώση (κονστροκτουβισμός) και ισχυρίζεται ότι έτσι απελευθερώνεται περισσότερος δημιουργικός χρόνος στο σχολείο μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών.
Όμως σήμερα, σ’ αυτό το ζήτημα, έχουμε πλούσια εμπειρία, από τον 1,5 χρόνο της τηλεκπαίδευσης. Τα τεράστια μαθησιακά κενά δηλαδή που δημιουργήθηκαν από την έλλειψη ζωντανής εκπαιδευτικής διαδικασίας και επαφής δασκάλου – μαθητή. Η διδασκαλία είναι μια σύνθετη διαδικασία, που απαιτεί επιστημονική εξειδίκευση. Γι αυτό και ο εκπαιδευτικός σπουδάζει 4 χρόνια στο πανεπιστήμιο. Όταν ο εκπαιδευτικός παραδίδει, εισάγει σε καινούργιες έννοιες και φαινόμενα τους μαθητές του, έχει ανάγκη να τους κοιτά στα μάτια αν και κατά πόσο αυτά είναι κατανοητά, ώστε να επαναλάβει κάτι, να εξηγήσει, να αναλύσει καλύτερα κ.λπ. Κι αυτό είναι η ουσία της σχέσης εκπαιδευτικού – μαθητή.
3. ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΓΟΝΙΟΣ ΠΕΛΑΤΗΣ
Εισάγονται και με τη βούλα πια, η επιχειρηματική λειτουργία των σχολείων για την ανεύρεση πόρων (άρθρο 92) με την αξιοποίηση των σχολικών κτηρίων, υποδομών και εγκαταστάσεων ενώ για πρώτη φορά θεσμοθετείται επίσημα η χρηματοδότηση των σχολείων με δωρεές, χορηγίες και παροχές από τρίτους (άρθρο 93).
Στις διατάξεις γίνεται λόγος για «διεύρυνση του κύκλου των πηγών χρηματοδότησης των σχολικών μονάδων, με σκοπό την απόκτηση μεγαλύτερης αυτονομίας και ευελιξίας (άρθρο 92)». Σε αυτήν την κατεύθυνση, προβλέπεται τα σχολεία να μπορούν να εξασφαλίζουν «επιπλέον πόρους μέσα από τη διοργάνωση εκδηλώσεων και την ευκολότερη αποδοχή δωρεών και χορηγιών (άρθρο 93)». Πρόκειται για καθοριστική εξέλιξη που, πατώντας στη χρόνια υποχρηματοδότηση των σχολείων, συμβάλλει στην κατηγοριοποίηση και επιχειρηματική λειτουργία, φορτώνει ακόμα περισσότερα βάρη στην πλάτη των γονιών που θα βάζουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για τη μόρφωση των παιδιών τους. Είναι μια ανοιχτή πρόσκληση στα σχολεία να «ανοίξουν διάπλατα την πόρτα» στους χορηγούς και να υποταχθούν στις αξιώσεις τους. Κανένας χορηγός ή σπόνσορας δεν θα επιχορηγήσει το σχολείο από «φιλανθρωπική διάθεση». Η παγκόσμια εμπειρία δείχνει ότι εκεί που τα σχολεία έκαναν άνοιγμα στις επιχειρήσεις τα αποτελέσματα στα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών ήταν καταστροφικά και τα σχολεία οδηγήθηκαν σε ακόμα μεγαλύτερη κατηγοριοποίηση.
Επίσης, η «αξιοποίηση των σχολικών εγκαταστάσεων» που ακούγεται ακόμα πιο προκλητική αν σκεφτεί κανείς τα παραδείγματα των σχολείων που στεγάζονται π.χ. σε κοντέινερ ή σε παλιά ακατάλληλα κτίρια χωρίς βασικές υποδομές. (πχ Γιάννενα – φωτοβολταϊκά).
Οι σημερινές, υπαρκτές, διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε σχολεία διαφορετικών περιοχών (λαϊκές συνοικίες/πιο πλούσιες περιοχές) ή ακόμα και εντός το ίδιου Δήμου (σχολείο σε κοντέινερ/σχολείο με καλύτερες υποδομές) θα ενταθούν. Σχολικές μονάδες που οι υποδομές τους είναι πιο ελκυστικές, θα βρίσκουν πιο εύκολα χορηγό, θα μπορούν να υλοποιούν εμπορικές δράσεις ενώ άλλα, μη ελκυστικά σχολεία, θα απαξιώνονται και θα καταρρέουν. Τα σχολεία όμως δεν είναι επιχειρήσεις, η μόρφωση δεν είναι επιχειρηματικό ρίσκο. Η παιδεία δεν είναι κέρδη και ζημιές είναι ανθρώπινες ζωές!
4. ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΚΥΦΤΟΣ ΚΑΙ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΣ
Μέσω της λεγόμενης «ατομικής αξιολόγησης» του εκπαιδευτικού, η κυβέρνηση επιχειρεί τον «βίαιο» εξαναγκασμό των εκπαιδευτικών στην αποδοχή και υλοποίηση του συνολικότερου σχεδίου για το σχολείο.
Η ατομική αξιολόγηση βέβαια που φέρνει η κυβέρνηση δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική ανάγκη και απαίτηση για τη στήριξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας και την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών προβλημάτων.
Είναι τουλάχιστον υποκρισία να μιλούν για «ενίσχυση» του ρόλου του εκπαιδευτικού αυτοί που εδώ και 2 χρόνια πανδημίας έχουν εγκαταλείψει στην τύχη τους, την εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς, δεν πήραν κανένα ουσιαστικό μέτρο για τη στήριξη μαθητών και εκπαιδευτικών στην τηλεκπαίδευση, δεν ικανοποίησαν κανένα από τα αιτήματα για τη λειτουργία των σχολείων με ασφάλεια και υγειινή.
Είναι υποκρισία να μιλούν για «αναβάθμιση» αυτές οι δυνάμεις που ευθύνονται για τους 52.000 συμβασιούχους. Για το ότι σε κάποιες τάξεις και κάποια σχολεία ξεκινούν οι μαθητές να διδάσκονται μαθήματα Δεκέμβρη και Φλεβάρη μήνα. Για το ότι έχουν μετατρέψει τους συλλόγους διδασκόντων σε ένα άθροισμα γυρολόγων εκπαιδευτικών που αδυνατεί αντικειμενικά να λειτουργεί συλλογικά με αίσθημα παιδαγωγικής ευθύνης, γιατί μόλις ένας αναπληρωτής καταφέρει να γνωρίσει τους μαθητές του απολύεται!!
Το υποκριτικό ενδιαφέρον για την δήθεν «υποστήριξη των εκπαιδευτικών», φαίνεται και από το γεγονός, ότι εδώ και δεκαετίες, δεν έχει πραγματοποιηθεί οργανωμένη και σε μεγάλη κλίμακα επιμόρφωσή τους, ή ακόμη από το ότι, όλες οι υποστηρικτικές δομές στο σχολείο (για να είναι πραγματικά ελκυστικό το μάθημα βλ. εργαστήρια, βιβλιοθήκες, αθλητικές υποδομές κ.α.) είναι σε πλήρη εγκατάλειψη.
Πουθενά στο ν/σχ δεν γίνεται λόγος για την ενίσχυση της καθημερινής δουλειάς του εκπαιδευτικού στην τάξη. Αντίθετα, δυναμώνει ο ασφυκτικός έλεγχος ώστε να υλοποιούνται κατά γράμμα οι κατευθύνσεις της εκάστοτε κυβέρνησης με ατέρμονες και γραφειοκρατικές διαδικασίες εκτός τάξης. Τα περί ελευθερίας σχολείων και εκπαιδευτικών αφορούν μόνο στις υποχρεώσεις (να βρουν χρηματοδότηση, να διαχειριστούν το μειωμένο προσωπικό…), στον συνεχή εξοντωτικό έλεγχο όπου θα ισχύουν οι συγκεκριμένοι κάθε φορά δείκτες του υπουργείου!
Είναι κατανοητό, ότι δεν βελτιώνεται η δουλειά του εκπαιδευτικού και η λειτουργία του σχολείου με το να μετατρέπεται η εκπαίδευση σε μια ατέρμονη διαδικασία συμπλήρωση δεικτών, φορμών και στοιχείων, να αναλώνει ο εκπαιδευτικός τον χρόνο του σε γραφειοκρατικές διαδικασίες, αντί να σχεδιάζει τη διδασκαλία του.
Η «ατομική αξιολόγηση» που θεσμοθετεί το νομοσχέδιο, αποτελεί συνέχεια της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων που συνάντησε την καθολική αντίθεση των εκπαιδευτικών. Προβλέπει ένα εξοντωτικό πλέγμα αξιολόγησης δύο φάσεων από τον διευθυντή του σχολείου και τους συμβούλους εκπαίδευσης. Κάθε εκπαιδευτικός θα συνοδεύεται από ένα ηλεκτρονικό ατομικό φάκελο (άρθρο 68), ατομικά φύλλα αξιολόγησης, συνέντευξη, παρατήρηση εντός της σχολικής τάξης και κατάταξη σε 4βαθμη κλίμακα (μη ικανοποιητικός – ικανοποιητικός – πολύ καλός – εξαιρετικός).
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού απαξιώνεται. Θέλουν τον εκπαιδευτικό με κλειστό το στόμα να λέει σε όλα ναι, να σκύβει το κεφάλι, να υλοποιεί χωρίς γνώμη και κρίση τις «άνωθεν» οδηγίες. «Καλός» εκπαιδευτικός για το Υπουργείο θα είναι αυτός που «κυνηγάει» χορηγούς, διδάσκει από τα διαφημιστικά των επιχειρήσεων, διαχωρίζει τους μαθητές του και πάνω από όλα… δεν φέρνει αντιρρήσεις.
Είναι ψέμα ότι αυτή η αξιολόγηση δεν θα είναι τιμωρητική. Για να προλάβει τις δεδομένες αντιδράσεις το Υπουργείο Παιδείας βάζει στο νομοσχέδιο και ασφαλιστικές δικλείδες αφού προβλέπονται (εκτός από τα ήδη νομοθετημένα όπως πχ η «τροπολογία Γεροβασίλη» του ΣΥΡΙΖΑ) ότι ο εκπαιδευτικός που θα αξιολογείται αρνητικά δεν θα μπορεί να γίνει ούτε υποδιευθυντής σε ένα σχολείο, ή ακόμη, αν ένας εκπαιδευτικός για οποιοδήποτε λόγο δεν πάρει μέρος στις διαδικασίες της αξιολόγησης (είτε σχολείου, είτε ατομική) αποκλείεται από την επιλογή στελεχών για τα επόμενα 8 χρόνια (άρθρο 29). Επίσης, ένας δόκιμος εκπαιδευτικός που αξιολογείται αρνητικά δεν θα μπορεί να μονιμοποιηθεί (άρθρο 74). Τέλος, είναι σε ισχύ ο Δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας που προβλέπει διαδικασίες απόλυσης όταν ένας εκπαιδευτικός καταταχθεί για δυο συνεχόμενες φορές στην τελευταία κλίμακα!
Κι επειδή η Υπουργός Παιδείας θεώρησε ότι μάλλον δεν επαρκούν αυτά τα μέτρα πειθαναγκασμού και τρομοκράτησης των εκπαιδευτικών, κατέθεσε χτες τροπολογία με την οποία προβλέπεται (άρθρο 56) ότι η μη συμμετοχή στις διαδικασίες της αξιολόγησης θα χαρακτηρίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο θα τιμωρείται την ποινή της στέρησης μισθού (ενός μήνα), αλλά και αναστολή της μισθολογικής εξέλιξης.
Αφού λοιπόν δεν κατάφερε να εξαπατήσει τους εκπαιδευτικούς, τώρα σηκώνει τη ράβδο της τιμωρίας. Έτσι καταλαβαίνουν η κυβέρνηση και η υπουργός την ενίσχυση των εκπαιδευτικών, που δίνουν την ψυχή τους στην προσπάθεια να μορφώσουν τα παιδιά.
5. ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΑΞΙΚΟΙ ΦΡΑΓΜΟΙ ΚΙ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΣ ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
Σε ένα σχολείο αυτόνομο που λειτουργεί με ιδιωτικό – οικονομικούς όρους δεν θα μπορούσε να μην συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο ο ρόλος των συλλογικών οργάνων ενός σχολείου: του Συλλόγου Διδασκόντων, των μαθητικών συμβουλίων και των Συλλόγων γονέων. Έτσι σχεδόν όλες οι αρμοδιότητας λειτουργίας και προγραμματισμού του σχολείου περνούν από τον Σύλλογο Διδασκόντων στην υπερεξουσία του Διευθυντή – manager (άρθρα 87, 88, 91, 94, 95). Μαζί με τους μέντορες για τους νέους εκπαιδευτικούς (βλ. Διαμαντοπούλου – Γαβρόγλου) και τους συντονιστές τάξεων και αντικειμένων που θα επιλέγονται από αυτόν (και θα «επιβραβεύονται» με μόρια για την επιλογή στελεχών) διαμορφώνεται ένα άθλιο κλίμα εξαρτήσεων, φόβου και ομαδοποιήσεων. Διαλύεται το παιδαγωγικό κλίμα, χτυπιέται η συναδελφικότητα και η αλληλεγγύη μέσα στο σχολείο!
Με την τροπολογία που κατέθεσε η Υπουργός Παιδείας την Δευτέρα ενισχύεται ακόμη περισσότερο ο αντιδραστικός ρόλος του Διευθυντή του σχολείου καθώς:
- Στο άρθρο 97, προβλέπεται ότι ο Διευθυντής της σχολικής μονάδας, στα πλαίσια της εφαρμογής της λεγόμενης αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, θα μπορεί να προχωρήσει μόνος του στη συγκρότηση ομάδων, στόχων και παραμέτρων, δηλαδή να υπερβεί τη συλλογική απόφαση των συλλόγων διδασκόντων! Το επόμενο βήμα είναι να συμπληρώνει το Υπουργείο από μόνο του τις αξιολογήσεις κάθε σχολικής μονάδας!
- Στο άρθρο 100 διευρύνεται το αντιπαιδαγωγικό μέτρο της ανάθεσης διδασκαλίας. Τι λέει με λίγα λόγια; Ότι ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος της σχολικής μονάδας θα μπορεί να αναθέσει έως και 5 ώρες υπερωριακή διδασκαλία για την κάλυψη διδακτικών αναγκών! Δηλαδή στην πράξη ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση του αριθμού των απαιτούμενων για τη λειτουργία του σχολείου εκπαιδευτικών (αναπληρωτών) και φυσικά το «θάνατο» των ειδικοτήτων που στην ουσία το μάθημά τους θα καλύπτεται από ώρες εκπαιδευτικών άλλης ειδικότητας (πχ δασκάλων)!
Σ’ αυτό το παιχνίδι δεν θα μπορούσαν να μείνουν απέξω και οι Σύλλογοι γονέων, των οποίων υποβαθμίζεται ο ρόλος και αλλοιώνεται ο χαρακτήρας τους, μέσα από την συμμετοχή τους στην αναζήτηση χορηγών και στη σύνδεση του σχολείου με την αγορά.
Η αλλοίωση του χαρακτήρα των συλλογικών οργάνων των γονέων φαίνεται και στην «αναμόρφωση του θεσμού του σχολικού συμβουλίου» (άρθρο 100) το νομοσχέδιο αλλάζει τη σύνθεση που είχε μέχρι σήμερα το σχολικό συμβούλιο, το οποίο πλέον θα αποτελείται από τον Διευθυντή ή Προϊστάμενο της σχολικής μονάδας, δύο εκπροσώπους του οικείου Δήμου (από έναν που ίσχυε), έναν εκπαιδευτικό της σχολικής μονάδας (από όλο το Σύλλογο Διδασκόντων που ίσχυε) και έναν εκπρόσωπο του Συλλόγου Γονέων (από όλο το ΔΣ του Συλλόγου Γονέων που ίσχυε). Στα Σχολικά Συμβούλια των σχολικών μονάδων της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα μετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, και ένας εκπρόσωπος της μαθητικής κοινότητας (ενώ μέχρι τώρα οι μαθητές είχαν και δικαίωμα ψήφου).
(Ανάμεσα στις αρμοδιότητες του Σχολικού Συμβουλίου είναι και οι εξής :
1ο Να συνεργάζεται με τον Σύλλογο Γονέων της σχολικής μονάδας και με τους εκπροσώπους του Δήμου στην σχολική επιτροπή ιδίως στα θέματα που σχετίζονται με την υλικοτεχνική υποδομή της σχολικής μονάδας, την χρηματοδότηση αυτής από άλλες πηγές, πλην της τακτικής κρατικής επιχορήγησης, καθώς και τη διοργάνωση και τον συντονισμό δραστηριοτήτων κάθε είδους στην τοπική κοινωνία,
2ο Να συνεργάζεται με τον Σύλλογο Γονέων, τον Δήμο, τους εκπροσώπους των μαθητικών κοινοτήτων καθώς και τους εκπροσώπους αποφοίτων της σχολικής μονάδας, εφόσον υπάρχει σύλλογος αποφοίτων, όσον αφορά στα θέματα που σχετίζονται με την προσφορά της σχολικής μονάδας στην τοπική κοινωνία.)
6. ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Ένα «αυτονομημένο» σχολείο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει με την υπάρχουσα διοικητική δομή και τα σημερινό τύπο στελέχών εκπαίδευσης. Γι αυτό όλα τα προηγούμενα έρχονται να τα συμπληρώσουν και οι αλλαγές στις δομές εκπαίδευσης και στις επιλογές στελεχών. Η κυβέρνηση διατηρεί τη λογική και εξειδικεύει τις προηγούμενες δομές εκπαίδευσης του ν. 4547/18 (ΣΥΡΙΖΑ). Ταυτόχρονα, όμως, διαμορφώνει τον μηχανισμό που θα τρέξει την προώθηση των διαδικασιών της αξιολόγησης και τον έλεγχο της προώθησης της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής.
Επιδιώκει να δημιουργήσει ένα «σώμα» προθύμων που θα αναλάβει το τρέξιμο όλων των διαδικασιών της αξιολόγησης αλλά και την ίδια την αξιολόγηση. Αυτή η «ανάγκη» προωθείται μέσα από τα πολλά επίπεδα στελεχών που δημιουργούνται. Το νομοσχέδιο εισάγει ένα ενδιάμεσο επίπεδο αξιολογητών στο επίπεδο κάθε Διεύθυνσης (Σύμβουλοι Εκπαίδευσης) ενώ συγκεντροποιεί σε μεγάλο βαθμό τη δομή αυτή των στελεχών με τους Περιφερειακούς Επόπτες Ποιότητας Εκπαίδευσης (ένας ανά Περιφέρεια), τους Επόπτες Ποιότητας Εκπαίδευσης ανά Διεύθυνση καθώς και το Περιφερειακό Συμβούλιο Εποπτών που θα συντονίζει τα παραπάνω στελέχη. Βασική δουλειά αυτών των στελεχών ουσιαστικά και πρακτικά δε θα είναι η ενίσχυση της δουλειάς των εκπαιδευτικών στην τάξη (κάτι τέτοιο είναι και πρακτικά αδύνατο με βάση τον αριθμό σχολείων και των εκπαιδευτικών) αλλά ο ρόλος τους θα είναι, όπως άλλωστε και των συντονιστών (επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) να προωθούν την αξιολόγηση και την αντιεκπαιδευτική πολιτική.
Τέλος, η επιλογή να βγουν έξω από τις επιλογές στελεχών οι αιρετοί, φανερώνει την πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει πλήρως το θεσμό. Επιδιώκει (όπως άλλωστε και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις) τον απόλυτο έλεγχο του μηχανισμού της διοίκησης με Συμβούλια Επιλογής 100% ελεγχόμενα.
Να δοθεί απάντηση με βάση την «καρδιά» του προβλήματος
Κάποιοι μας κατηγορούν εμάς του ΚΚΕ ότι αντιμετωπίζουμε κάθε τι σύγχρονο με φοβικό τρόπο και με στείρα άρνηση. Βέβαια δεν μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν; «άραγε τι είναι σύγχρονο;» τα 25άρια τμήματα; Οι τάξεις σε κοντέινερ; Τα σχολεία που το ίντερνετ είναι της προϊστορικής εποχής; Ή οι εκπαιδευτικοί «γυρολόγοι»;
Εχουμε αποδείξει στην πράξη, ότι δεν έχουμε καμία αμηχανία μπροστά στο σύγχρονο. Οι χιλιάδες κομμουνιστές και προοδευτικοί εκπαιδευτικοί, που καθημερινά δίνουμε τη μάχη μέσα κι έξω από την τάξη για τη μόρφωση των παιδιών του λαού μας, αποδεικνύουμε έμπρακτα ότι η αντιπαράθεση με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν γίνεται από φόβο προς το καινούριο, αλλά από την αγωνία μας για να έχουν όλα τα παιδιά ίσα μορφωτικά δικαιώματα, να παίρνουν τα ίδια εφόδια για «ζωή και δουλειά με δικαιώματα» όπως λέει το σύνθημα.
Γι αυτό και είμαστε κάθετα αντίθετοι με το νομοσχέδιο γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν μπορεί να είναι «σύγχρονο» ένα σχολείο που διαχωρίζει τα παιδιά. Φυσικά και δεν υπερασπιζόμαστε το σημερινό μοναδικό σχολικό σύγγραμμα που λέει ψέματα, που διαστρεβλώνει, που δίνει συνταγές για πάρτι για να μάθουν τα παιδιά τη μητρική τους γλώσσα. Εμείς πρώτοι απ’ όλους – όπως επιτάσσει άλλωστε και η εποχή μας σήμερα – θέλουμε πλούτο πηγών, γραπτών και ηλεκτρονικών μέσων, που όμως θα αναπτύσσουν την αγάπη στη γνώση, θα διδάσκουν ότι η αλήθεια είναι αντικειμενική και ότι μπορεί να την κατακτήσει ο άνθρωπος για να ερμηνεύσει και να αλλάξει τον κόσμο.
Γνωρίζουμε όμως επίσης ότι σήμερα, η κατάργηση του ενιαίου στη σχολική γνώση, η κατηγοριοποίηση των σχολικών βιβλίων, ανοίγει τον δρόμο για να οδηγηθούμε σε τάξεις – και όχι μόνο σχολεία – πολλών ταχυτήτων. Και αυτή η εξέλιξη κουμπώνει με τις απαράδεκτες προτάσεις του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων, που λέει ότι η ύλη για τις πανελλαδικές δεν πρέπει να καθορίζεται από τα σχολικά βιβλία. Τι σημαίνει αυτό; Θα δημιουργηθούν μερικά καλά και πανάκριβα φροντιστήρια στα οποία θα φοιτούν όσοι έχουν τη δυνατότητα για τρία χρόνια και σε αυτά θα διδάσκονται όσα περισσότερα μπορούν να καλυφθούν κάτω από αυτούς τους γενικούς τίτλους, ενώ ταυτόχρονα θα υποβαθμιστεί ακόμα περισσότερο το δημόσιο σχολείο, στο οποίο κάποια από τα μαθήματα θα διδάσκονται λόγω έλλειψης καθηγητών από κοντινές ειδικότητες.
Μπορεί στα 172 άρθρα του νομοσχεδίου να αφιερώνεται μεγάλο μέρος για διάφορες δομές, για τα στελέχη της εκπαίδευσης, για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Μπορεί η κυβέρνηση να θέλει να πείσει ότι φέρνει νομοσχέδιο για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, προκειμένου να δημιουργήσει εντυπώσεις ότι αυτοί που είναι ενάντια στην αξιολόγηση είναι κατά του σύγχρονου και είναι υπέρ του παρωχημένου.
Ομως υπάρχει πλέον εμπειρία και κανένας δεν μπορεί να πατήσει την μπανανόφλουδα. Το νομοσχέδιο χτυπάει στην καρδιά του σχολείου. Στρέφει το βλέμμα στο «τι και πώς μαθαίνουν τα παιδιά, τι και πώς διδάσκει ο εκπαιδευτικός, ποια πρέπει να είναι η στάση των γονιών».
Και ακριβώς επειδή χτυπάει την καρδιά του σχολείου. Η καρδιά, δηλαδή ο εκπαιδευτικός κόσμος, οι γονείς, οι μαθητές, πρέπει να απαντήσουν.
Το νέο σχολείο των δεξιοτήτων είναι μια παλιά – δοκιμασμένη και αποτυχημένη «συνταγή» του παρελθόντος, που με αυτή επιχειρείται να δοθούν λύσεις σε σύγχρονα προβλήματα.
Και η διέξοδος απ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο μπορεί να δοθεί χτυπώντας στην ουσία του θέματος. Δηλαδή αντιμετωπίζοντας το ζήτημα ως πολιτικό πρόβλημα. Δηλαδή ποια κοινωνική τάξη, έχοντας την εξουσία και κατέχοντας τον πλούτο, μπορεί να οργανώσει την κοινωνία και την οικονομία και την Εκπαίδευση με βάση τα δικά της κριτήρια, τα δικά της συμφέροντα.
Ο δρόμος γι’ αυτήν την κοινωνία ανοίγει από σήμερα.
Στη συνάντηση με την αγωνία του γονιού για να μορφωθούν τα παιδιά του. Στην επιμονή να εξηγηθούν οι αντιδραστικές πλευρές του νομοσχεδίου.
Στη συζήτηση μέσα στους Συλλόγους Διδασκόντων προκειμένου να θέσουν εμπόδια στις αντιπαιδαγωγικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου.
Στην προσπάθεια, οι μαζικοί φορείς, οι οργανώσεις των εκπαιδευτικών, των γονιών, των μαθητών να παλέψουν γι’ αυτά που πράγματι είναι αναγκαία και ρεαλιστικά. Πόσο μάλλον όταν τα σχολεία φαίνεται ότι ενδέχεται να ξαναχτυπηθούν από την πανδημία.
Αλλά και στην παρέμβαση των κομμουνιστών και προοδευτικών εκπαιδευτικών που τιμούν την αποστολή τους, στο περιεχόμενο της σχολικής λειτουργίας, κόντρα στα σάπια παλιά και σύγχρονα ιδεολογήματα που θέλουν να μεταδώσουν στα παιδιά μας.
Τάσος Τόκας
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
- ΣΥΡΙΖΑ – ΠΟΡΙΣΜΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΛΙΑΚΟΥ. «Αλλά στην εκπαίδευση βάρυναν και χρόνια προβλήματα τα οποία μετατράπηκαν πλέον σε αγκυλώσεις. Η εκπαίδευση κρατήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις σε κατάσταση χρόνιας ανηλικιότητας και εξάρτησης, τόσο ως προς τους οικονομικούς πόρους όσο και ως προς την καθοδήγηση από ένα συγκεντρωτικό μηχανισμό.
Επομένως η κεντρική μας στόχευση, όπως διατυπώθηκε και στην ενδιάμεση έκθεση, είναι η ενδυνάμωση και η ενηλικίωση της εκπαίδευσης σε όλα τα πεδία και σε όλους τους συμμετέχοντες. Αυτονομία, ανάληψη της ευθύνης και λογοδοσία θα πρέπει να συγκροτούν το πνεύμα ενηλικίωσης και ενδυνάμωσης που θα πρέπει να διαπερνά τις μεταρρυθμίσεις από το σχολείο έως το πανεπιστήμιο, από τα προγράμματα σπουδών έως τη διακυβέρνηση της εκπαίδευσης.
Στην Ελλάδα, κατά τον 19ο αιώνα τα σχολεία ήταν χρηματοδοτούμενα από τους τοπικούς δήμους και κοινότητες, με αποτέλεσμα την δυσλειτουργία τους, πράγμα που ανάγκασε το κεντρικό κράτος στις αρχές του 20ου αιώνα να αναλάβει πλήρως την λειτουργία και τα έξοδά τους.
Σήμερα πράγματι ένα μέρος των εξόδων του σχολείου (συντήρηση κτηρίων, θέρμανση, καθαριότητα και μεταφορά μαθητών) καλύπτεται μέσω των δήμων (Σχολικές Επιτροπές), αλλά με πόρους που προέρχονται από το κεντρικό κράτος. Επομένως παρόμοιο ζήτημα δεν τίθεται, και δεν προβλέπεται για το προβλέψιμο μέλλον. Τι μένει; η παιδαγωγική αυτονομία του σχολείου, αλλά και η σύσφιγξη των σχέσεων με την τοπική κοινωνία. Η αυτονομία του σχολείου συνδέεται με την ανοικτότητα του σχολείου στην κοινωνία.
Τι σημαίνει παιδαγωγική αυτονομία του σχολείου;Αντί εγκυκλίων που εκπορεύονται κεντρικά για κάθε πρωτοβουλία που θα αναλάβει το σχολείο, η ευθύνη της λειτουργίας του σχολείου θα ανατίθεται στο σύλλογο των διδασκόντων, ο οποίος σε συνεργασία με το διευθυντή/διευθύντρια θα συνεδριάζει σε θεσμοθετημένο χρόνο σε ολομέλεια ή σε μικρότερες ομάδες εργασίας με στόχο να διευθύνει, να διευθετεί και να προγραμματίζει τη λειτουργία του σχολείου στηριζόμενος στις βασικές εκπαιδευτικές πολιτικές που σχεδιάζονται από το Υπουργείο Παιδείας.
Οι σύγχρονες τοπικές κοινωνίες δεν είναι πλέον το φτωχό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούσαν τα σχολεία της μεταπολεμικής εποχής. Και στους δήμους, αλλά και στην κοινωνία των πολιτών υπάρχουν σήμερα πολιτισμικοί πόροι που μπορούν να εμπλουτίσουν το σχολείο και να το μετατρέψουν σε κέντρο πολιτισμού. Μια σταθμισμένη επίσης εμπλοκή των γονέων σε δραστηριότητες μπορούν να εμπλουτίσουν το σχολείο με προγράμματα και δραστηριότητες οι οποίες θα λειτουργήσουν ενισχυτικά προς τη μάθηση και τη μόρφωση των παιδιών.»
2. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΑΞΗ – ΚΟΝΣΤΡΟΚΤΟΥΒΙΣΜΟΣ
Το διδακτικό μοντέλο: Οι συγγραφείς των σχολικών βιβλίων του Δημοτικού προτείνουν ως διδακτικό μοντέλο το “εποικοδομητικό μοντέλο”, δηλαδή τον κονστρουκτιβισμό Ο κονστρουκτιβισμός είναι η γνωσιοθεωρητική βάση της διδασκαλίας των Μαθηματικών, των Φυσικών Επιστημών, της Ιστορίας κλπ. στις ΗΠΑ, Αυστραλία, Φιλανδία κ.α. Ο κονστρουκτιβισμός αρνείται τη δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει την αντικειμενική πραγματικότητα. Η γνώση υποβιβάζεται από τους κονστρουκτιβιστές σε ταξινόμηση του υποκειμενικού αισθήματος. Επομένως σκοπός της επιστήμης δεν είναι η ανακάλυψη των αλληλοσυνδέσεων των φαινομένων και των αντικειμενικών νόμων που τα διέπουν αλλά η κατασκευή “βιώσιμων σχημάτων”. Στο πλαίσιο αυτό δίνεται έμφαση σε δραστηριότητες όπου οι μαθητές παρατηρούν φαινόμενα, εξάγουν κάποια συμπεράσματα όμως αποφεύγεται συνειδητά η διατύπωση νόμων. Η επέλαση του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που φοράει αρκετές φορές σχετικιστικό-αγνωστικιστικό προσωπείο, δεν είναι τυχαία. Στην εποχή που η επιστήμη προχωράει με αλματώδεις ρυθμούς, η επιστημονική γνώση στο σχολείο αμφισβητείται, με συνέπεια οι μαθητές να οδηγούνται στο σκοταδισμό και να μην αποκτούν τα αναγκαία εφόδια για τη ζωή τους.
«Σύμφωνα με τη θεωρία του κονστρουκτιβισμού (constructivism) κάθε μαθητής δομεί τη δική του αντίληψη για τον κόσμο». Στόχος του μαθήματος των φυσικών επιστημών δεν είναι πλέον η εξήγηση του κόσμου με βάση τους νόμους που ανακάλυψε η επιστήμη, αλλά ο κάθε μαθητής θα δίνει τη δική του εξήγηση για τα φαινόμενα!
Στο πλαίσιο αυτό η “επιστημονική” γνώση στο βιβλίο του μαθητή παρατίθεται ως «επιπλέον εγκυκλοπαιδικά στοιχεία». Σε μια πιο προχωρημένη τάση του κονστρουκτιβισμού (κοινωνικός κονστρουκτιβισμός), που εκφράζεται στα βιβλία …η γνώση έχει αντικατασταθεί από πληροφορίες ή εγκυκλοπαιδικά ασύνδετες γνώσεις, βρίσκεται είτε στο τέλος του εκάστοτε μαθήματος είτε στο βιβλίο του μαθητή, που χαραχτηρίζεται «δευτερεύον εγχειρίδιο, διότι είναι δευτερεύων στόχος (σε αυτή τη βαθμίδα) η ανάπτυξη του γνωσιακού υπόβαθρου των μαθητών στις φυσικές επιστήμες».
Μέσα σε αυτό το σκοταδιστικό τοπίο ο μαθητής είναι «πιο εύκολο να αντικαταστήσει την “παλιότερη” δική του αντίληψη με μια “νέα” δική του αντίληψη παρά με αυτή που επιβάλλεται από τρίτους». Συμφωνούμε ότι οι μαθητές έρχονται στο σχολείο με κάποιες προ-αντιλήψεις για τα φαινόμενα που πρόκειται να διδάξουμε. Αν αφήσουμε τους μαθητές αυτόνομα να καταλήξουν σε συμπεράσματα χωρίς την καθοδηγητική παρέμβαση του εκπαιδευτικού – η οποία, για να μην παρεξηγηθούμε, δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι βάζουμε τους μαθητές να παπαγαλίσουν το συμπέρασμα – τότε το μόνο που θα καταφέρουμε στο τέλος του μαθήματος είναι να έχουν οι μαθητές μια “νέα” δική τους αντίληψη, στην οποία θα συνυπάρχει η “παλιά”, δηλαδή ένα κράμα προ-αντίληψης και επιστημονικής γνώσης. Όσο για τους τρίτους που αναφέρουν οι από τους δασκάλους.
Ρόλος του δασκάλου στον κονστρουκτιβισμό (“εποικοδομητικό μοντέλο”)
Ο υποκειμενισμός και ο σχετικισμός που διακηρύσσει ο κονστρουκτιβισμός ενισχύεται με την αποδυνάμωση του ρόλου του δασκάλου. «Ο ρόλος του δάσκαλου δεν είναι εύκολος. Πέρα από το αναλυτικό πρόγραμμα και το διδακτικό εγχειρίδιο η επιτυχία ή αποτυχία …. εξαρτάται από τον τρόπο που θα αξιοποιήσει τα διαθέσιμα μέσα». Και ενώ ο δάσκαλος αναλαμβάνει το ρόλο του διαχειριστή των “διαθέσιμων μέσων”, «κάθε παιδί, αλληλεπιδρώντας με τα φαινόμενα γύρω του, προσπαθεί να τα ερμηνεύσει και να ικανοποιήσει αυτόνομα τις απορίες που αυτά προκαλούν». Κατά τη διάρκεια των πειραματικών διαδικασιών «ο δάσκαλος έχει το δύσκολο ρόλο του αρωγού … χωρίς να παρεμβαίνει … βοηθάει την ομάδα να αντιμετωπίσει αυτόνομα το πρόβλημα … περιέρχεται στην τάξη εξασφαλίζοντας την ορθότητα των παρατηρήσεων». Ο ρόλος του δάσκαλου είναι συντονιστικός, η συζήτηση εξελίσσεται κυρίως μεταξύ των μαθητών. Η συμμετοχή του δάσκαλου είναι χρονικά περιορισμένη». Όχι μόνο δεν επιτρέπεται στο δάσκαλο να διδάξει φυσικές επιστήμες, αλλά είναι και περιορισμένος ο χρόνος για να διδάξει!
Αυτό είναι στην πράξη η οδηγία της Ε.Ε.: οι λίγοι θα μαθαίνουν, οι πολλοί θα καταρτίζονται. Υποβιβάζουν τον δάσκαλο σε διαχειριστή πληροφοριών και μέσων. Επιπρόσθετα ο δάσκαλος έχει πληθώρα επιλογών…. «Το αναλυτικό πρόγραμμα και το βιβλίο του δασκάλου περιορίζουν τις δυνατότητες επιλογών του και προδιαγράφουν αυστηρά την εξέλιξη του μαθήματος» Ο δάσκαλος πρέπει να υπακούσει στο Αναλυτικό Πρόγραμμα, να πραγματοποιήσει τις συνταγές-οδηγίες που του δίνονται στο βιβλίο του δασκάλου, να μη διορθώσει τους μαθητές, να μη “μεταδώσει” τη γνώση, που συσσωρεύτηκε από τη μακρόχρονη πρακτική και θεωρητική δράση του Ανθρώπου και κατά συνέπεια να παράγει αγράμματους, πειθήνιους και φτηνά αμειβόμενους αυριανούς εργάτες. Αυτό είναι το πρότυπο του “καλού” δασκάλου που παρουσιάζουν οι αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις. Αυτά είναι τα κριτήρια όπου θα αξιολογηθούν οι δάσκαλοι….
Και όταν δεν διδάσκει ο δάσκαλος, τότε κάποιος άλλος πρέπει να αναλάβει αυτό το ρόλο. Οι ίδιοι οι μαθητές θ’ αναλάβουν να διδάξουν, δηλαδή να διδάξουν ένα αντικείμενο το οποίο δεν γνωρίζουν και δεν φτάνει μόνο αυτό πρέπει να αυτοοργανώσουν το περιβάλλον της μαθησιακής διαδικασίας! Αυτοί οι παραλογισμοί αναφέρονται στα Αναλυτικά Προγράμματα και τα σχολικά βιβλία. Ας αναφέρουμε ότι οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων είναι δύσκολο να οργανώσουν τη διδασκαλία, παρόλο που είναι γνώστες του επιστημονικού τους αντικειμένου. Επιπλέον «η ιδέα πολλών προγραμμάτων είναι ότι ο μαθητής ο ίδιος πρέπει να έχει το ρόλο του επιστήμονα, παρά να μαθαίνει επιστήμη». Δηλαδή ο μαθητής “παίζει” το ρόλο του επιστήμονα, δεν μαθαίνει επιστήμη…
Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να σχολιάσουμε. Με το να παίζει ο μαθητής το ρόλο του επιστήμονα δε σημαίνει ότι είναι επιστήμονας, όπως δεν είναι επιστήμονας ο ηθοποιός που υποδύεται τον επιστήμονα. Άλλωστε το παιδί δεν μπορεί σε μια διδακτική ώρα να κάνει οντογένεση της επιστήμης, δηλαδή να παράγει γνώση που χρειάστηκε εκατοντάδες χρόνια επίπονης ανθρώπινης πράξης για να ανακαλυφθεί. Από την άλλη το παιδί δεν μπορεί να νοηθεί ως μικρογραφία του ενήλικου ούτε η διάνοιά του είναι σμίκρυνση της διάνοιας του ενήλικου. Στο πλαίσιο αυτό θα είναι πολύ δύσκολο για τους μαθητές να διατυπώσουν τα συμπεράσματα που αναμένονται και οι μαθητές θα παραμείνουν στην απλή παρατήρηση των φαινομένων, αυτό άλλωστε επιδιώκουν οι μαθητές, ενώ ο ρόλος του δάσκαλου υποβαθμίζεται σε ρόλο διαχειριστή πληροφοριών και μέσων.