Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές δυστυχώς ο δημόσιος διάλογος, πιο αναγκαίος από ποτέ, γίνεται με κραυγές και ψίθυρους, υπό την παρουσία νταντάδων σε ένα γυάλινο κόσμο και σε ένα γυάλινο θέατρο που θρυμματίζεται. Ξεχνούμε όλοι μας πως ιστορικά η εθνική συνείδηση σε καιρούς φόβου και δημοκρατικών ελλειμμάτων, θεσμικών ελλειμμάτων, εθνικής απομόνωσης και απειλής, κινδυνεύει να μετατραπεί σε έναν ψευδεπίγραφο πατριωτισμό από όλους μας.
Έρχομαι τώρα στο νομοσχέδιο. Το άρθρο 2 αφορά τα νοσοκομεία ΕΣΥ, ενιαία νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Το Υπουργείο είχε πει πριν από αρκετούς μήνες πως, μετά από έξι μήνες και την εμπειρία που θα έχει, είτε θα κάνει μεγαλύτερες τομές στις συνενώσεις είτε θα ξαναγυρίσει στο παλαιό καθεστώς. Δυστυχώς, σήμερα δεν κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω ποια είναι η πολιτική του.
Έρχομαι τώρα στον ΕΟΠΥΥ. Έχω κατ’ επανάληψη τονίσει πως πρόκειται για μία παραδειγματική προς αποφυγή μεταρρύθμιση. Πράγματι, κάθε προσπάθεια περιορισμού των δαπανών, χωρίς να περιορίζεται η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, είναι ένα δύσκολο και δυσεπίλυτο πρόβλημα παγκοσμίως. Οι προβλέψεις λένε πως στην Ευρωζώνη, ενώ το ΑΕΠ μέχρι το 2050 θα αυξηθεί κατά 1,8 φορές, οι δαπάνες για τις υπηρεσίες υγείας θα αυξηθούν κατά 3,5 φορές.
Πράγματι, η σπατάλη στον ελλαδικό χώρο είναι σημαντική. Όμως, τα μέτρα που παίρνονται μοιάζουν κατ’ εξοχήν λογιστικά. Ακόμη και αν κατορθώναμε να είχαμε ένα σύστημα που να μην υπάρχει καμία σπατάλη, που θα φθάναμε γρήγορα στο σημείο μηδέν, οι δαπάνες θα άρχιζαν να ξανανεβαίνουν, γιατί η αύξηση πυροδοτείται από δυνάμεις που δεν ελέγχονται εύκολα από τις κυβερνήσεις. Γιατί το λεγόμενο χάος στις υπηρεσίες υγείας δεν θα σταματήσει να υπάρχει, αφού δημιουργείται από παράγοντες επιδημιολογικούς, όπως οι ηλικιωμένοι και τα χρόνια νοσήματα, τη νέα τεχνολογία, το νέο φάρμακο, την έκρηξη της γνώσης και το χάσμα μεταξύ γνώσης και πρακτικής. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ αρκετοί από το Υπουργείο μιλούν για την πορεία των κακών παρόχων υπηρεσιών υγείας, κανείς δεν μιλά για τους καλούς παρόχους. Ο ΕΟΠΥΥ θα έπρεπε να συμβάλλεται μόνο με τους καλύτερους παρόχους υπηρεσιών υγείας και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό, όμως, δεν γίνεται.
Είναι, επίσης, ενδεικτικό ότι ενώ σε άλλες χώρες, που πράγματι και εκεί υπάρχει πρόβλημα με τις δαπάνες για την υγεία, υπάρχει ένας σημαντικός διάλογος για τη μεταφορά πόρων προς την πρόληψη και το υγειονομικό και οικονομικό όφελος που πιθανώς θα υπάρξει, εδώ ουδέν γίνεται. Ενώ εκεί κατανοούν πως λίγα χρόνια νοσήματα ευθύνονται για το κακό επίπεδο υγείας και το αυξημένο κόστος, εδώ διαιρούμε το συνολικό ποσό προς τον αριθμό των γιατρών, για να δούμε πώς θα τα βγάλουμε πέρα.
Έρχομαι στο θέμα των φαρμακείων. Με δική μας ευθύνη και των εκπροσώπων των φαρμακοποιών δεν τέθηκε ποτέ το πραγματικό πρόβλημα, ποιος δηλαδή πρέπει να είναι ο ρόλος του φαρμακείου σε ένα εθνικό σύστημα υγείας. Προφανώς, η απελευθέρωση του ωραρίου πρέπει να γίνει, εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Η μη συνεννόηση μεταξύ του Υπουργείου και των φαρμακοποιών είναι ενδεικτική του επιπέδου του διαλόγου στη χώρα.
Έρχομαι στα φάρμακα. Το κεντρικό ερώτημα είναι το εξής: Υπάρχει ανάγκη για ενίσχυση της συνταγογράφησης των γενοσήμων; Προφανώς και εδώ η απάντηση είναι θετική. Όμως, γιατί χρειάζεται καθορισμός της τιμής για τα αντίγραφα; Εάν πράγματι πιστεύει κάποιος στον υγιή ανταγωνισμό, θα έπρεπε να αφήσει ελεύθερη την τιμολόγηση. Οι τιμές δεν θα έπεφταν απλώς, αλλά θα κατακρημνίζονταν.
Είπε ο κύριος Υπουργός ότι δεν έλαβε εντολή να πετά τα χρήματα του ελληνικού λαού από το παράθυρο. Προφανώς, κάποιοι άλλοι, πριν απ’ αυτόν, αυτό έκαναν. Άρα, μήπως αυτό είναι ένα ζήτημα που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, για παράδειγμα, με μία εξεταστική επιτροπή; Γιατί, εάν αυτό γινόταν, θα πρέπει να απαντήσουμε και στο πού οφειλόταν. Σε πολιτική αφέλεια, σε πολιτική ανικανότητα ή στο πολιτικό χρήμα;
Κύριε Πρόεδρε, με αφορμή το άρθρο 42 και την εξουσιοδότηση στον Υπουργό για τη μείωση στις συντάξεις θέλω να κάνω μία παρατήρηση. Μιλούμε εδώ και πολύ καιρό για πόλεμο, αλλά πιστεύω ότι δεν προετοιμαζόμαστε καν για την επόμενη μέρα, για τις επόμενες μάχες. Δείχνουμε να μην ενδιαφερόμαστε για τους νέους. Η συζήτηση περιορίζεται μόνο στο πώς θα περιορίσουμε τις μειώσεις στις επικουρικές και κύριες συντάξεις και δεν τολμούμε να ανοίξουμε ένα καίριο ζήτημα που θα το βρούμε μπροστά μας σε λίγους μήνες, το ασφαλιστικό. Το 2030 το 38% των κατοίκων της Ευρωζώνης θα είναι πάνω από εξήντα πέντε ετών. Εάν προσθέσετε τους ανέργους, τα παιδιά και τους εφήβους, καταλαβαίνετε ότι το πρόβλημα είναι εκρηκτικό και εμείς περιμένουμε μοιρολατρικά την υποταγή στο πραγματικό.
Τέλος, νομίζω ότι είναι διάχυτη η απόσταση ανάμεσα στην επιθυμία των διαφόρων Υπουργείων και στην πραγματικότητα. Δυστυχώς, κατά την εκτίμησή μου, θα είναι ακόμα μεγαλύτερη η απόσταση απ’ αυτό που θα βιώσουμε σύντομα στις υπηρεσίες υγείας στο εγγύς μέλλον.