Σχολιάζει ο Παύλος Λ. Αλεξίου
Αφορμή για το παρόν σχόλιο υπήρξε η είδηση που μας έκανε εντύπωση και την αναδημοσιεύουμε αυτούσια:
«Έναν νέο χώρο πολιτισμού αποκτά η Άρτα για την θερινή περίοδο. Πρόκειται για το θεατράκι που κατασκευάστηκε μέσα σε χρόνο ρεκόρ στο παραποτάμιο πάρκο.
Ο χώρος μπορεί να φιλοξενήσει 800 καθήμενους ενώ υπάρχει η δυνατότητα να τοποθετηθούν και επιπλέον καρέκλες αν χρειαστεί για κάποια από τις εκδηλώσεις που προγραμματίζονται.
Το έργο υλοποιήθηκε μέσα σε χρόνο ρεκόρ με πρωτοβουλία του Δήμου, με προσωπικό του Δήμου και εθελοντές με μεράκι και με ελάχιστα χρήματα που διατέθηκαν από την Αναπτυξιακή του Δήμου.
Το καλοκαίρι αναμένεται να φιλοξενήσει εκδηλώσεις που ετοιμάζει ο Δήμος και όπως είπε στην ΕΡΤ ο Δήμαρχος Άρτας Χριστόφορος Σιαφάκας έλειπε από την περιοχή ένας μεγάλος χώρος πολιτισμού.»
Αυθόρμητα προκύπτουν σκέψεις, ερωτήματα, προβληματισμοί και προτάσεις για τα «καθ΄ ημάς».
Σε Άρτα, Πρέβεζα και Γιάννενα, η κάθε πόλη διαθέτει 2-3 υπαίθριους, αρχαίους και σύγχρονους θεατρικούς χώρους, πέρα από τους κλειστούς.
Στην πολιτιστικά «άνυδρη» -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- Ηγουμενίτσα, «γεφύρι της Άρτας» το υπαίθριο θέατρο στο «Τσιμπουρίκι», σε εξαιρετική, από άποψη θέας, θέση, με πολλά άλυτα προβλήματα για την ολοκλήρωσή του, σε μια θέση όμως προβληματική, αφού η πρόσβαση απαιτεί αυτοκίνητο και η στάθμευση πολλών οχημάτων καθίσταται δύσκολη έως αδύνατη, όπως και η πεζή άνοδος, λόγω απόστασης και κλίσης της οδού. Ας τελείωνε όμως κι ας γίνει η πρόσβαση στις εκδηλώσεις, με μικρά λεωφορεία του Δήμου ή ας λυνόταν κάπως το πρόβλημα αυτό.
Είχαμε από τότε εκφράσει τον προβληματισμό μας για την χωροθέτησή του και είχαμε κάνει μια πρόταση, που την επαναφέρουμε, που μπορεί να υλοποιηθεί, με οδηγό τον τρόπο που έγινε στην Άρτα.
Ο λόφος του Κάστρου της Ηγουμενίτσας, το Κάστρο και τα έργα ανάπλασης που έχουν γίνει τον καθιστούν μοναδικό χώρο για την πόλη μας, μόνον που είναι άγνωστος για πολλούς συμπολίτες μας και επισκέπτες.
Η κατασκευή ενός μικρού υπαίθριου θεάτρου, σε μια νοτιοανατολική μισγάγγεια («λακκιά») του λόφου, μακριά και μη ορατό από τον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο, με θέα προς τον κάμπο Γραικοχωρίου – Λαδοχωρίου, σε συνεργασία με την Αρχαιολογική, Δασική, Περιβαλλοντική Υπηρεσία, με μικρές εκσκαφές και έργα προσαρμοσμένα, στο κεκλιμένο ανάγλυφο του εδάφους, που είναι σχετικά ακάλυπτο ή εναλλακτικά στον ισόπεδο χώρο που γίνονται κάθε καλοκαίρι κάποιες εκδηλώσεις, θα ήταν μια λύση, για μια πολιτιστική υποδομή – «ανάσα», επισκέψιμη με τα πόδια, που θα συνέβαλλε στην ανάδειξη, αναβάθμιση του όλου χώρου, που θα τον καθιστούσε ιδιαίτερα ελκυστικό και επισκέψιμο σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Όσο για την στάθμευση όσων έρχονται από μακριά, σε συνδυασμό με αυτήν την πρόταση, με έναν φίλο γεωλόγο -για εκτίμηση του γεωλογικού σχηματισμού- όταν είχε αποκλειστεί η δυνατότητα για υπόγειο πάρκινγκ, στην τότε κατασκευαζόμενη Πλατεία Δημαρχείου -λόγω υψηλής υπόγειας υδροφορίας- με οξύ από τότε το πρόβλημα της στάθμευσης -οξύτατο τώρα με την πώληση του λιμανιού- είχαμε κάνει και σχετική με την παραπάνω, δεύτερη πρόταση, για υπόγειο δημοτικό παρκινγκ κάτω από το λόφο, με είσοδο-έξοδο από τον χώρο της Λαϊκής Αγοράς και πιθανόν από την άλλη πλευρά του λόφου.
Ο Δήμος Ηγουμενίτσας, η Περιφέρεια Ηπείρου, με τα «χρηματοδοτικά εργαλεία» που κάνουν αλλεπάλληλες «αναπλάσεις» πλατειών και πεζοδρόμων», έχουν τον λόγο. Το ΤΕΕ, ο Σύλλογος Μηχανικών και οι άλλοι φορείς μπορεί επίσης να παρέμβουν.
Αυτή η πόλη σε μια σπάνια εξαιρετική φυσική θέση, άναρχα και άσχημα χτισμένη, έχει ανάγκη από τέτοιες ζείδωρες παρεμβάσεις.
«Όνειρο θερινής νυκτός» θα έλεγε κάποιος.
Όμως έχουμε δικαίωμα και στο όνειρο.
Για τους πόρους θα μας έλεγε κάποιος άλλος, για μελέτες και έργα.
Τίποτε όμως δεν χαρίζεται. Όλα καταχτιούνται με διεκδίκηση.
Σε τελευταία ανάλυση, μας εκφράζει ο Μπρεχτ, με εκείνα τα λιτά λόγια που λέει για τον εαυτό του, στο ποίημά του «Δεν χρειάζομαι ταφόπετρα».
«Εγώ δε χρειάζομαι ταφόπετρα,
Αν όμως εσείς χρειάζεστε για μένα
Πάνω της θα ήθελα να γράφονταν τούτο:
Έκανε προτάσεις. Εμείς
Τις δεχτήκαμε».