Είχε σηκωθεί νωρίς έχοντας κάνει όλη την εβδομάδα σκληρές οικονομίες για να βάλει βενζίνη στο πριόνι του…. Έφτασε στον ελαιώνα και ρίχτηκε στη δουλειά… έκοψε ξύλο με την ψυχή του, παράλληλα έδωσε και ανάσα στο κτήμα…
Τώρα είχε διπλό κέρδος. Ξυλεία για πούλημα για να μπαλώσει όποια οικονομική τρύπα μπορέσει και ένα κτήμα βατό για το μάζεμα του ελαιόκαρπού.
Βρήκε και φορτηγό για τη μεταφορά και αγοραστή….
Έμενε μόνο να περάσει με το πλοίο από την Κέρκυρα στην Ηγουμενίτσα…
Λογάριασε όμως χωρίς τον Ξενοδόχο… έπεσε πάνω στα λαγωνικά διώκτες του εγκλήματος και του κατάσχεσαν το φορτίο….
Η ιστορία είναι φανταστική…. Δεν διεκδικεί καν λογοτεχνικές δάφνες…
Εκφράζει όμως σ’ έναν μικρό βαθμό τον παραλογισμό της νεοελληνικής πραγματικότητας….
Πρόκειται φυσικά για μεγάλη επιτυχία απέναντι στο λαθρεμπόριο, τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή και γενικότερα την όποια φυγή…
Τώρα το διαλύσανε το έγκλημα της πολιτείας τα λαγωνικά, που φυλάνε λιμάνια και στενά….
Μόνο είναι κρίμα να χάνουμε το δάσος από τα δέντρα…
Την ανθρωπιά κυνηγώντας τον τύπο και το γράμμα του νόμου…
Γιατί μόνο έτσι το καυσόξυλο γίνεται προϊόν εγκλήματος…
Μόνο έτσι μπορεί η λογική να γίνει βορά στον παραλογισμό….
Και η ανοησία να θριαμβεύει επί της ουσίας…
Και στο τέλος φαντάζομαι το τηλεφώνημα του φουκαρά προς τη γυναίκα του…
«Αχ γυναίκα πάνε τα ξύλα…»