Κορυφώθηκαν οι εκδηλώσεις μνήμης και τιμής για τους 49 Προκρίτους

Κορυφωθήκαν το πρωί της Τρίτης, στο σημείο εκτέλεσης, οι εκδηλώσεις μνήμης και τιμής για τους 49 Προκρίτους.

Το παρών μεταξύ άλλων έδωσαν: Οι βουλευτές Θεσπρωτίας Μάριος Κάτσης και Βασίλης Γιόγιακας, ο αντιπεριφεριάρχης Ηπείρου Νικολας Κάτσιος, οι Δήμαρχοι Σουλίου, και Πάργας, Σταυρούλα Μπραΐμη και Αντώνης Νάστας αντίστοιχα, ο γενικός περιφερειακός αστυνομικός διευθυντής Ηπείρου Υποστράτηγος Γεώργιος Καραΐτσης, ο αστυνομικός διευθυντής Θεσπρωτίας Παναγιώτης Μπέλος, ο διοικητής της πυροσβεστικής Θεσπρωτίας αντιπύραρχος Λεωνίδας Γκιόκας, ο λιμενάρχης Ηγουμενίτσας αντιπλοίαρχος Αντώνης Μάζης, ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος Παραμυθιάς αστυνόμος Χρήστος Γρίβας, ο προϊστάμενος της πυροσβεστικής Παραμυθιάς πυραγος Ευάγγελος Μπέλλος, δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι, εκπρόσωποι φορέων και συλλόγων καθώς και πλήθος κόσμου.

«Αυτές τις μνήμες πρέπει να τις κρατήσουμε ζωντανές γιατί η θυσία αυτή, δεν θα πρέπει να κληροδοτηθεί στους νέους, τα παιδιά μας, με το όνομα ενός ψυχρού αριθμού. Οι 49 ήταν άνθρωποί μας. Πατεράδες, παππούδες, αδέλφια, θείοι. Είχαν ονόματα, οικογένειες, όνειρα και ελπίδες για την ζωή». Με αυτά τα λόγια. ο κ. Παναγιώτης Τσαμάτος, Καθηγητής Μαθηματικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ο οποίος γεννήθηκε στη Παραμυθιά και έζησε στον απόηχο και την σκιά της οδυνηρής εκτέλεσης, δίνει το στίγμα της ιστορικής μνήμης.
Ο κ. Τσαμάτος, που είχε δύο εκτελεσθέντες μέσα στην οικογένειά του, έκανε την δική του έρευνα, κατέγραψε μαρτυρίες και καταστάσεις εκείνη της σκοτεινής εποχής για να διασωθούν σε ένα βιβλίο, το «Εν Παραμυθία τη 29-9-1943», ως ντοκουμέντα της θυσίας. Οι αναφορές στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, του καθηγητή, για το ζοφερό Σεπτέμβρη στην γενέτειρα του είναι αποκαλυπτικές.
Το καλοκαίρι του 1943, η Παραμυθιά και τα χωριά του κάμπου της, περνούσαν δύσκολες ώρες. Η περιοχή ζούσε την κορύφωση του δράματος, που είχε αρχίσει την άνοιξη του 1941, για την επικράτηση του άξονα στην Ελλάδα. Η Θεσπρωτία, ζούσε μία τριπλή κατοχή, των Γερμανών, των Ιταλών και των μουσουλμάνων που αυτοαποκαλούνταν Τσάμηδες και συντάχτηκαν με τους κατακτητές. Την Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου του 1943, στην τοποθεσία Σκάλα, σκοτώθηκαν 6 Γερμανοί σε μάχη με αντάρτες.
Η αφορμή πια είχε δοθεί. Στα γραφεία της Κομμαντατούρας, οι λογαριασμοί είχαν γίνει. Ένας προς δέκα. Οι ανακοινώσεις του Γερμανού φρουράρχου της Παραμυθιάς το έλεγαν καθαρά: «…δια κάθε δολοφονία ή τραυματισμόν Γερμανού στρατιώτου, θα εκτελούνται 10 χριστιανοί Έλληνες πολίτες εκ Παραμυθίας και των πέριξ χωριών».
Την νύχτα της 27ης Σεπτεμβρίου 1943, κοντά στα μεσάνυχτα, ο τρόμος πλάκωσε τα σοκάκια της κωμόπολης. Μεικτά αποσπάσματα Γερμανών κα μουσουλμάνων Τσάμηδων, παραβιάζουν επιλεκτικά πόρτες χριστιανικών σπιτιών. Η καλοστημένη επιχείρηση τέλειωσε μέσα σε λίγη ώρα. Οι συλληφθέντες, που ήταν οι επιφανείς της μικρής κοινωνίας, οι δάσκαλοι, ο παπάς, ο γιατρός, οι έμποροι, οι τεχνίτες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οδηγούνται στο υπόγειο του δημοτικού σχολείου και κρατούνται για 30 ώρες.
Από μικρό παιδί ο κ. Τσαμάτος, θυμάται ο μοιρολόι της γιαγιάς του. «Το όνομα του παπά-Βαγγέλη Τσαμάτου, ήταν στην λίστα γραμμένο από καρό. Όταν τον πήραν μεσάνυχτα από το σπίτι του, μαζί με τον γιό του τον Νικόλα, η παπαδιά έτρεξε ξωπίσω, για να του δώσει μια μάλλινη φανέλα.
Εκείνος, βέβαιος για το ταξίδι που κινούσε της είπε: “Ασε τη φανέλα παπαδιά. Εκεί που πάω δεν θα μου χρειαστεί”. Μόνο το πετραχήλι του, αυτό πήρε μαζί του». Οι πιο πολλοί από τους συλληφθέντες, ήταν μεταξύ τους στενοί συγγενείς. Γονείς και παιδιά, αδέλφια, ανίψια και θείοι.
Η οικογένεια του Βασίλη Τσούλα, είχε το «θλιβερό προνόμιο», να χάσει τρία αδέλφια, τον Γάκη, τον Θόδωρο και τον Κώτσιο. Ανάμεσα στους μελλοθάνατους βρίσκονταν και δύο έφηβοι, ο Σπύρος Μπάρμας και ο Γιώργος Σωτηρίου, με τους πατεράδες τους.
Κατά την διάρκεια της κράτησης, ανακοινώθηκε στους κρατουμένους η απόφαση των αρχών κατοχής, για την εκτέλεσή τους.
Όπως εξιστόρησαν αργότερα οι τρεις από τους κρατούμενους που απελευθερώθηκαν την τελευταία στιγμή, οι τραγικές ώρες στο υπόγειο του σχολείου, λίγο πριν τον θάνατο, κύλησαν σε κλίμα συναδέλφωσης και αξιοπρέπειας. Ο Νίκος Γιαννάκης, ένας 25χρονος γυμναστής έδινε κουράγιο στους συγκρατούμενούς του, τραγουδώντας τον «Γεροδήμο». Ο παπά-Βαγγέλης Τσαμάτος, κοντά στο ξημέρωμα, έψαλλε την νεκρώσιμη ακολουθία.
Το χάραμα, πάνοπλοι Γερμανοί μαζί και με τους συνεργούς τους, οδήγησαν τους κρατούμενους λίγο έξω από την κωμόπολη σε ένα χωράφι. Εκεί, την προηγούμενη μέρα, όμηροι από τα χωριά του κάμπου είχαν ανοίξει ομαδικούς τάφους. Πριν δώσει το πρόσταγμα ο αξιωματικός του αποσπάσματος, απελευθέρωσε τρεις από τους κρατούμενους, γιατί έκρινε πως θα του ήταν χρήσιμοι για ξυλουργικές εργασίες στο γερμανικό γραφείο διοίκησης και έμειναν 49 μελλοθάνατοι. Ο Γιάννης Μπαζιάκος και ο Κώστας Τσίλης, προσπάθησαν να αποδράσουν από το απόσπασμα την τελευταία στιγμή. Λίγο πιο πέρα, τους εκτέλεσαν οι συνεργάτες των Ναζί.
Ο κ. Παναγιώτης Τσαμάτος, αναφέρει πως λίγες μέρες νωρίτερα, από τα χωριά της Παραμυθιάς, είχαν συλληφθεί και εκτελέστηκαν στην συνέχεια 11 πολίτες έξω από το σχολείο. Μαζί με τους προκρίτους, οι εκτελεσθέντες έφταναν τους εξήντα, «για να λυθεί σωστά, η εξίσωση της ντροπής», συμπληρώνει ο καθηγητής.

πηγή: paramuthia-online.gr, e-typos.gr