HIV και δημόσια Υγεία: Φωνές βοώντων εν τη ερήμω – Του Β. Γιόγιακα

Έχουμε αναρωτηθεί γιατί κάποιες φορές ένα θέμα που μπορεί να εξελιχθεί σε γενικότερο πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται έγκαιρα; Ενώ μάλιστα οι εκάστοτε κυβερνώντες το αναγνωρίζουν ως τέτοιο; Φταίνε οι κάθε λογής δημοσιονομικοί περιορισμοί; Οι άκαμπτοι κανόνες της γραφειοκρατίας; Η διοικητική αδράνεια; Η ιεράρχηση άλλων προτεραιοτήτων από αυτούς που αποφασίζουν;

Αφορμή γι’ αυτό τον προβληματισμό έδωσε ένα ζήτημα που φαίνεται αρχικά ότι περιορίζεται στους συνανθρώπους μας που έχουν εκτεθεί στον HIV/AIDS, ωστόσο αποτελεί ένα προεξέχον ζήτημα δημόσιας υγείας. Αυτή τη στιγμή περισσότερα από 7.000 δείγματα αίματος παραμένουν ανεξέταστα στα εργαστήρια των 4 Κέντρων Αναφοράς Ρετροϊών της χώρας.

Πρόκειται για δείγματα που έχουν συλλεχθεί από τις μονάδες ειδικών λοιμώξεων όπου γίνεται η ιατρική παρακολούθηση των οροθετικών ατόμων.
Προκειμένου ένας άνθρωπος που ζει με HIV να παρακολουθείται σωστά και αποτελεσματικά, είναι απαραίτητοι ο τακτικός προσδιορισμός του ιικού φορτίου καθώς και ο γονοτυπικός έλεγχος του δείγματος αίματος. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο στα εξειδικευμένα εργαστήρια των Κέντρων Αναφοράς των δημοσίων πανεπιστημίων και ιατρικών σχολών της χώρας. Στα ίδια εργαστήρια γίνεται κανονικά και ο επιβεβαιωτικός έλεγχος των αντιδρώντων αποτελεσμάτων που καταγράφονται σε δομές που παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες εξέτασης για HIV με τη μέθοδο «rapid test» όπως είναι τα Κέντρα Πρόληψης και Εξέτασης «Checkpoint» στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, τα οποία έχουν καταγράψει το 33% των νέων HIV διαγνώσεων στην Ελλάδα το 2016. Λόγω ωστόσο της έλλειψης αντιδραστηρίων πολλοί συνάνθρωποι μας αναμένουν για μήνες το επιβεβαιωτικό αποτέλεσμα, με τεράστιο ψυχικό κόστος που προκαλείται από την αμφιβολία και την αγωνία για την κατάσταση της υγείας τους.

Γιατί λοιπόν οι χιλιάδες αυτοί άνθρωποι βρίσκονται σε ομηρία; Διότι εκκρεμεί ο διεθνής διαγωνισμός για την προμήθεια αντιδραστηρίων που θα φέρει σημαντική μείωση των τιμών τους, άρα και του κόστους των εξετάσεων που είναι απαραίτητες για τη διάγνωση, την έναρξη και την παρακολούθηση της θεραπείας.

Οι ανάγκες όμως δε μπορούν να περιμένουν την ολοκλήρωση μιας χρονοβόρου διαγωνιστικής διαδικασίας. Πέρα από τα αυτονόητα, τους κίνδυνους υγείας που διατρέχουν και το ψυχολογικό φορτίο που φέρουν οι οροθετικοί, η αδυναμία ένταξης σε πρόγραμμα αγωγής ενέχει κινδύνους και για το γενικό πληθυσμό: η άμεση έναρξη της θεραπείας δε σημαίνει μόνο λιγότερες νοσηρότητες αλλά και προστασία της δημόσιας υγείας, καθώς τα άτομα τα οποία βρίσκονται σε θεραπεία είναι μη μεταδοτικά. Με άλλα λόγια, η θεραπεία των ατόμων με HIV συμβάλλει στην πρόληψη Υγείας του γενικού πληθυσμού.

Παρά το γεγονός ότι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών που εργάζονται για τα δικαιώματα των ανθρώπων που ζουν με HIV και για την αντιμετώπιση των επιπτώσεών του έχουν επανειλημμένως κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, το Υπουργείο Υγείας και το ΚΕΕΛΠΝΟ δεν έχουν προωθήσει μια μεταβατική λύση που θα επιτρέψει τον άμεσο έλεγχο των δειγμάτων μέχρι την προμήθεια των αντιδραστηρίων. Στο μεταξύ το πρόβλημα διογκώνεται, όσο και ο αριθμός των ατόμων που διαγιγνώσκονται με HIV και δεν έχει πρόσβαση σε εξετάσεις και θεραπεία. Μόνο την τελευταία πενταετία ο αριθμός των οροθετικών ατόμων στη χώρα μας έχει αυξηθεί σε ποσοστό άνω του 50%, φτάνοντας τον Οκτώβριο του 2016 τα 13.133 άτομα, σύμφωνα με στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ. Μάλιστα 1 στους 4 που ζουν με HIIV δε γνωρίζει ότι έχει εκτεθεί στον ιό.

Επομένως η αναγνώριση του επείγοντος και η δήλωση καλών προθέσεων δεν αρκούν. Τα έχουν ακούσει πολλές φορές οι εκπρόσωποι των οροθετικών, τα άκουσαν και οι βουλευτές που συμμετείχαμε στη σχετική συνεδρίαση της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής τον περασμένο Δεκέμβριο. Το Υπουργείο Υγείας και το ΚΕΕΛΠΝΟ οφείλουν να βρουν άμεση απάντηση στο πιεστικό αίτημα ώστε τα οροθετικά άτομα να αποκτήσουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις εξετάσεις που είναι απαραίτητες για την υγεία τους, να έχουν έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία. Είναι ζήτημα ζωής αλλά και πρόληψης της δημόσιας υγείας.